πελλαντήρ

From LSJ
Revision as of 16:00, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων ἔσωθεν δέ εἰσίν λύκοι ἅρπαγες → beware of the false prophets, who come to you in sheep's clothing, and inwardly are ravening wolves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελλαντήρ Medium diacritics: πελλαντήρ Low diacritics: πελλαντήρ Capitals: ΠΕΛΛΑΝΤΗΡ
Transliteration A: pellantḗr Transliteration B: pellantēr Transliteration C: pellantir Beta Code: pellanth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (πέλλἀ one who milks into a pail, Hsch.; πελλητήρ, Clitarch. ap. Ath. 11.495e; also, = κύλιξ, Philet.ibid.

German (Pape)

[Seite 551] ῆρος, ὁ, auch πελλητήρ, ὁ, der Geltner, der Melker, thessalisch = ἀμολγεύς, Ath. XI, 495 e, wie Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πελλαντήρ: ῆρος, ὁ, (πέλλα) ὁ ἀμέλγων εἰς πέλλαν, ξυλίνην λεκάνην, Θεσσαλ. λέξις ἀντὶ ἀμολγεύς, Ἡσύχ.· πελλητήρ, Κλείταρχος παρ’ Ἀθην. 495Ε.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που αρμέγει σε πέλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα -τήρ, πιθ. μέσω αμάρτυρου πελλαίνω (πρβλ. υγραντήρ)].