στρώση

From LSJ
Revision as of 16:35, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

η / στρῶσις, -ώσεως, ΝΜΑ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στρώνω, κάλυψη μιας επιφάνειας με ένα υλικό, το στρώσιμο
2. επίστρωση (α. «η στρώση του δρόμου» β. «στρῶσις ὁδῶν» — η λιθόστρωση, Διον. Αλ.)
νεοελλ.
1. (μεταλργ.) το δάπεδο υπόγειας στοάς
2. ύλη επιστρώματος
3. γεωλ. η ταξιθέτηση κατά στρώματα που απαντά στα περισσότερα ιζηματογενή πετρώματα και σε όσα εκρηξιγενή που σχηματίζονται στην επιφάνεια της Γης
4. φρ. α) «επίπεδο στρώσης»
γεωλ. το επίπεδο διαχωρισμού ενός γεωλογικού στρώματος από ένα άλλο στρώμα
β) «κυκλική στρώση»
γεωλ. στρωματογραφική ακολουθία στην οποία δύο ή περισσότερα στρώματα ή είδη πετρωμάτων εναλλάσσονται ξανά και ξανά διά μέσου ενός σημαντικού τμήματος της στρωματογραφικής τομής
νεοελλ.-μσν.
1. στρώμα, στρωμνή
2. κλινοσκέπασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα στερη- (βλ. λ. στρώνω) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. παθ. παρακμ. -στρω-μαι) + κατάλ. -σις (πρβλ. τρῶσις)].