χρεώγραφο

From LSJ
Revision as of 16:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὗτοςυἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source

Greek Monolingual

και χρεόγραφο, το, Ν
(νομ.-οικον.) έγγραφη απόδειξη κυριότητας, που βεβαιώνει το δικαίωμα κτήσεως περιουσίας η οποία, προς το παρόν, δεν βρίσκεται στην κατοχή του κομιστή, απόδειξη της οποίας οι πιο κοινές μορφές είναι οι μετοχές και τα ομόλογα ή ομολογίες
2. φρ. «δημόσια χρεώγραφα» — χρεώγραφα που εκδίδονται από το δημόσιο και είναι συνήθως ομόλογα
β) «ανώνυμο χρεώγραφο»
(νομ.-οικον.) χρεώγραφο που περιέχει υπόσχεση παροχής του εκδότη-υπογραφέα προς τον κομιστή, ο οποίος αποκτά απαίτηση κατά του εκδότη από το γεγονός και μόνο ότι είναι κάτοχος του εγγράφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος / χρέως + -γραφο, ουδ. του -γράφος (πρβλ. χειρόγραφο). Η λ., στον λόγιο τ. χρεώγραφον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].