ὀσμηρός

From LSJ
Revision as of 16:57, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀσμηρός Medium diacritics: ὀσμηρός Low diacritics: οσμηρός Capitals: ΟΣΜΗΡΟΣ
Transliteration A: osmērós Transliteration B: osmēros Transliteration C: osmiros Beta Code: o)smhro/s

English (LSJ)

ά, όν, = ὀσμήρης (smelling, odorous), Nic. Fr. 74.57. ὀσμηρός, ὁ, = μηδική, prob. in Ps.-Dsc. 2.147.

German (Pape)

[Seite 396] = Vorigem, Nic. frg. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀσμηρός, -ά, -όν)
αυτός που αναδίδει οσμή, οσμήρης
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οσμηρός
ζωολ. γένος σολομονοειδών ευρύαλων ιχθύων της οικογένειας οσμηρίδες, συγγενικών του σολομού και της πέστροφας
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. πιθ. το φυτό μηδική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + κατάλ. -ηρός (πρβλ. τολμηρός). Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. osmerus].