Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὠμόσιτος

From LSJ
Revision as of 20:26, 12 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant

Menander, Monostichoi, 65
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμόσῑτος Medium diacritics: ὠμόσιτος Low diacritics: ωμόσιτος Capitals: ΩΜΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: ōmósitos Transliteration B: ōmositos Transliteration C: omositos Beta Code: w)mo/sitos

English (LSJ)

ον, A eating raw meat, of the Sphinx, eating men raw, A.Th.541; χαλαί (also of the Sphinx) E.Ph.1025 (lyr.); σκύλακες Id.Ba.338. II Pass., eaten raw, Lyc.654.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange cru ; sauvage, féroce.
Étymologie: ὠμός, σῖτος.

German (Pape)

[ῑ],
1 roh, rohes Fleisch essend, fressend, dah. wild, grausam, bes. von reißenden Tieren; Aesch. Spt. 523 von der Sphinx; σκύλακες Eur. Bacch. 338; χαλαῖσιν ὠμοσίτοις Phoen. 1032.
2 roh gegessen, gefressen, Lycophr. 654.

Russian (Dvoretsky)

ὠμόσῑτος: ὠμός поедающий в сыром виде, пожирающий живьем (Σφίγξ Aesch.; σκύλακες Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠμόσῑτος: -ον, ὁ ἐσθίων ὠμὴν τροφήν, ὠμοφάγος, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, ὡς ἐσθιούσης ὠμὰς σάρκας ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Θήβ. 541· χηλαῖσιν ὠμοσίτοις, ὡσαύτως ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ. Φοίν. 1025· σκύλακες ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 338. ΙΙ. παθ., ὁ σπαραχθεὶς ὠμός, Λυκόφρ. 654.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για τη Σφίγγα, επειδή έτρωγε ωμές σάρκες ανθρώπων) ωμοφάγος («Σφίγγ' ὠμόσιτον», Αισχύλ.)
2. (με παθ. σημ.) αυτός που τρώγεται ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -σιτος (< σῖτος) πρβλ. φιλόσιτος].

Greek Monotonic

ὠμόσῑτος: -ον, λέγεται για τη Σφίγγα, αυτή που τρώει ωμές σάρκες ανθρώπων, σε Αισχύλ.· χαλαὶ ὠμόσιτοι, επίσης για τη Σφίγγα, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὠμό-σῑτος, ον,
of the Sphinx, eating men raw, Aesch.; χηλαῖσιν ὠμοσίτοις, also of the Sphinx, Eur.

English (Woodhouse)

ravening, eating raw flesh

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)