Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
και κόκκαλος, ο (AM κόκκαλος)
νεοελλ.
1. κόκαλο
2. ο σκληρός πυρήνας τών καρπών, το κουκούτσι
νεοελλ.-μσν.
ισχίο
αρχ.
1. το κουκούτσι του κουκουναριού
2. το κουκουνάρι
3. ο καρπός του φυτού δαφνοειδές το κνίδιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + επίθημα -αλος (πρβλ. διδάσκαλος)].