χρησιμεύω

From LSJ
Revision as of 13:19, 25 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "|Full diacritics" to "|Full diacritics")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρησῐμεύω Medium diacritics: χρησιμεύω Low diacritics: {{{Low diacritics}}} Capitals: ΧΡΗΣΙΜΕΥΩ
Transliteration A: chrēsimeúō Transliteration B: chrēsimeuō Transliteration C: chrisimeyo Beta Code: xrhsimeu/w

English (LSJ)

to be useful or serviceable, τοῖς ἐπιλήπτοις Thphr. Fr.175, cf. Phld.Rh.1.221, al., Luc.DMort.10.9; τῇ πατρίδι IGRom. 4.1228 (Thyatira); πρός τι D.S.1.81, Dsc.2.149; εἴς τι Epicur.Fr. 458, Gal.19.396, Iamb. in Nic.p.12P.: abs., LXX Wi.4.3, Muson. Fr.18Ap.95 H., Alex.Aphr. in Top.430.2: sens. obsc., D.L.6.91:— rejected by the Atticists, cf. Phryn.367.

German (Pape)

[Seite 1374] brauchbar, nützlich, dienlich sein, Nicom. arithm. 1, 8; vgl. Lob. Phryn. 386.

French (Bailly abrégé)

être utile à, τινι.
Étymologie: χρήσιμος.

Russian (Dvoretsky)

χρησῐμεύω: быть полезным, оказывать услуги (πολλὰ χρησιμεῦσαί τινι ἐν τῷ βίῳ Luc.): χ. τινὶ πρός τι Diod. быть полезным кому-л. в чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

χρησῐμεύω: εἶμαι χρήσιμος, ὠφέλιμος, τινὶ Θεοφρ. Ἀποσπ. 15. 1, Διόδ. 1. 81, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 9· χρ. τῇ πατρίδι Συλλ. Ἐπιγρ. 3490· πρός τι Διοσκ. 5. 84· εἴς τι Ἄννα Κομν. 1. 121· ἀπολ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Δ΄, 3)· - ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Διογ. Λαέρτ. 6. 91· - ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν Ἀττικιζόντων, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 386 καὶ ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 7· - παρὰ τῷ Τζέτζῃ εὕρηται καὶ χρησιμέω, ἅπαντα τὰ χρησιμοῦντα τούτοις Τζέτζ. Ἀλληγ. Ὁμ. Ἰλ. Ε. 116.

Greek Monolingual

ΝΜΑ χρήσιμος
είμαι χρήσιμος σε κάποιον για κάτι.

Greek Monotonic

χρησῐμεύω: είμαι χρήσιμος ή ωφέλιμος, τινι, σε κάποιον, σε Λουκ.

Middle Liddell

χρησῐμεύω,
to be useful or serviceable, τινί to one, Luc.