Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χωροβάτης

From LSJ
Revision as of 09:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωροβᾰτης Medium diacritics: χωροβάτης Low diacritics: χωροβάτης Capitals: ΧΩΡΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: chōrobátēs Transliteration B: chōrobatēs Transliteration C: chorovatis Beta Code: xwroba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,
A instrument used by surveyors, level, Vitr.8.5.1
II land surveyor, MAMA3.694 (Corycus, spelt χοροβάτης).

German (Pape)

[Seite 1388] ὁ, ein Werkzeug zum Nivelliren des Wassers, die Grundwaage, Vitruv. 8, 6.

Greek (Liddell-Scott)

χωροβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ἐργαλεῖον δι’ οὗ εὑρίσκει τις τὸ ὁριζόντιον ἐπίπεδον ἐν τῇ χωρομετρίᾳ, Vitruv. 8. 5.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
(τοπογρ.) α) όργανο χρησιμοποιούμενο για τη μέτρηση υψομετρικών διαφορών μεταξύ τών διαφόρων σημείων εδαφικής έκτασης
β) (ειδικά) σκοπευτικό όργανο απαρτιζόμενο κυρίως από οριζόντια διόπτρα προσαρμοσμένη σε δύο οριζόντιες στεφάνες που σχηματίζουν αλιδάδη
αρχ.
1. όργανο εύρεσης του οριζόντιου επιπέδου, αλφάδι
2. χωρομέτρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χῶρος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. υπνοβάτης.