χωροβάτης
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A instrument used by surveyors, level, Vitr.8.5.1
II land surveyor, MAMA3.694 (Corycus, spelt χοροβάτης).
German (Pape)
[Seite 1388] ὁ, ein Werkzeug zum Nivelliren des Wassers, die Grundwaage, Vitruv. 8, 6.
Greek (Liddell-Scott)
χωροβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ἐργαλεῖον δι’ οὗ εὑρίσκει τις τὸ ὁριζόντιον ἐπίπεδον ἐν τῇ χωρομετρίᾳ, Vitruv. 8. 5.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
(τοπογρ.) α) όργανο χρησιμοποιούμενο για τη μέτρηση υψομετρικών διαφορών μεταξύ τών διαφόρων σημείων εδαφικής έκτασης
β) (ειδικά) σκοπευτικό όργανο απαρτιζόμενο κυρίως από οριζόντια διόπτρα προσαρμοσμένη σε δύο οριζόντιες στεφάνες που σχηματίζουν αλιδάδη
αρχ.
1. όργανο εύρεσης του οριζόντιου επιπέδου, αλφάδι
2. χωρομέτρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χῶρος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. υπνοβάτης.