συμπαίστωρ
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
-ορος, ὁ, = συμπαιστής (playmate, playfellow), X.Cyr. 1.3.14 (v.l. συμπαίκτής), AP 6.154 (Leon. or Gaet.), 162 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 984] ορος, ὁ, = συμπαίκτωρ; Mel. 114 (VI, 162), v.l. συμπαίκτωρ, wie Leon. Tar. 30 (VI, 154); auch Xen. Cyr. 1, 3, 14 v.l.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμπαίστωρ -ορος, ὁ zie συμπαιστής.
Russian (Dvoretsky)
συμπαίστωρ: ορος ὁ Xen. v.l. = συμπαίκτωρ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαίστωρ: -ορος, ὁ, = συμπαίκτωρ, συμπαίκτης, Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, 14.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ΜΑ
ο συμπαίκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαίζω + επίθημα -τωρ (πρβλ. πράκτωρ)].
Greek Monotonic
συμπαίστωρ: -ορος, ὁ, = το προηγ., σε Ξεν.