λῆστις
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
-εως, ἡ, = λήθη (forgetfulness), E.Cyc.172, Critias 6.12 D.; λῆστιν ἴσχειν = ἐπιλανθάνεσθαι, forget, S.OC584.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
seul. nom. et acc. sg.
oubli.
Étymologie: R. Λαθ, v. λανθάνω.
German (Pape)
ἡ, das Vergessen, die Vergessenheit, τὰ δ' ἐν μέσῳ ἢ λῆστιν ἴσχεις ἢ δι' οὐδενὸς ποιῇ, vergißt du, Soph. O.C. 590; Eur. Cycl. 171; Critias bei Ath. X.432e, v.l. λῆσις.
Russian (Dvoretsky)
λῆστις: ἡ (только nom. и acc. sing.) забвение (κακῶν Eur.): λῆστιν ἴσχειν Soph. забыть.
Greek (Liddell-Scott)
λῆστις: ἡ, = λήθη, Εὐρ. Κύκλ. 172, Κριτί. 2. 12· λῆστιν ἴσχειν = ἐπιλανθάνεσθαι, λησμονεῖν, Σοφ. Ο. Κ. 584. Εὕρηται μόνον καθ’ ἑνικ. ὀνομ. καὶ αἰτ.
Greek Monolingual
λῆστις, -εως, ἡ (Α)
1. λήθη, λησμονιά («ὀρχηστύς θ' ἅμα κακῶν τε λῆστις», Ευρ.)
2. φρ. «λῆστιν ἴσχω» — λησμονώ, επιλανθάνομαι (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱθ-τις (< θ. λᾱθ- του λανθάνω, πρβλ. λήθη) με συριστικοποίηση του -θ- προ του -τ- (πρβλ. πιθτός > πιστός)].
Greek Monotonic
λῆστις: ἡ, μόνο σε ονομ. και αιτ., = λήθη, σε Ευρ.· λῆστιν ἴσχειν = ἐπιλανθάνεσθαι, λησμονώ, ξεχνώ, σε Σοφ.
Middle Liddell
λῆστις, ιος only in nom. and acc.] = λήθη, Eur.]
λῆστιν ἴσχειν = ἐπιλανθάνεσθαι, to forget, Soph.