γεωμέτρης

From LSJ
Revision as of 09:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεωμέτρης Medium diacritics: γεωμέτρης Low diacritics: γεωμέτρης Capitals: ΓΕΩΜΕΤΡΗΣ
Transliteration A: geōmétrēs Transliteration B: geōmetrēs Transliteration C: geometris Beta Code: gewme/trhs

English (LSJ)

γεωμέτρου, ὁ, land measurer, ib.28 (ii A. D.):—but usu., geometer, Pl.Tht.143b, al., cf. Men.495, CIG3544 (Perg.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. γαμ- TEracl.1.187
1 geómetra, que cultiva la geometría Pl.Tht.143b, Grg.465b, Arist.Ph.185a1, Metaph.1089a21, Aristox.Harm.42.16, IP 333.10 (II d.C.), Plu.2.140a, Hero Def.135.8, Gal.5.652, Aristid.Quint.32.14, Vett.Val.70.6
profesor de geometría Men.Fr.430a, Plu.2.737d, en un gimnasio DP 7.70, ISestos 5.4.
2 agrimensor, TEracl.l.c., D.Chr.70.9, 71.8, PCair.Zen.387.13 (III a.C.), BGU 12.28 (II d.C.), SEG 32.1287.13 (Frigia III d.C.), POxy.1469.6 (III d.C.), 3758.160 (IV d.C.), PBerl.Borkowski 4.35 (III/IV d.C.), PCair.Preis.8.5 (IV d.C.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 488] ὁ, Land-, Feldmesser, die Geometrie verstehend, Plat. Theaet. 143 b Euthyd. 290 b; Xen. Mem. 4, 2, 10 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
géomètre, arpenteur.
Étymologie: γῆ, μετρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεωμέτρης -ου, ὁ [γῆ, μετρέω die zich bezighoudt met geometrie, meetkundige.

Russian (Dvoretsky)

γεωμέτρης: ου ὁ землемер, геометр Xen., Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

γεωμέτρης: -ου, ὁ, ὁ τὴν γῆν μετρῶν, γεωμέτρης, Πλάτ. Θεαιτ. 143Β, κ. ἀλλ., πρβλ. Μένανδ. Ὑπ. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 3544, κ. ἀλλ.· ἴδε γαμέτρας.

Greek Monolingual

ο (AM γεωμέτρης)
ο επιστήμονας που έχει ειδικευθεί στη γεωμετρία
νεοελλ.
1. ο αργόσχολος, αυτός που περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους σαν να θέλει να τους μετρήσει
2. αυτός που ασχολείται με απλές τοπογραφικές εργασίες
αρχ.
εκείνος ο οποίος ασχολείται με την καταμέτρηση της γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -μετρης < μετρώ].

Greek Monotonic

γεωμέτρης: -ου, ὁ (μετρέω), αυτός που μετρά τη γη, ειδικός στη γεωμετρία, γεωμέτρης, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[γῆ, μετρέω
a land-measurer, geometer, Plat.

Translations

geometer

Catalan: geòmetra; Chinese Mandarin: 幾何學家, 几何学家; Czech: geometr; Esperanto: geometro; Fremch: géomètre, arpenteur; Georgian: გეომეტრი; Greek: γεωμέτρης; Ancient Greek: γεωμέτρης; Italian: geometra; Khmer: អ្នករេខាគណិត; Romanian: geometru, geometră; Spanish: geómetra