οὔνει

From LSJ
Revision as of 09:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὔνει Medium diacritics: οὔνει Low diacritics: ούνει Capitals: ΟΥΝΕΙ
Transliteration A: oúnei Transliteration B: ounei Transliteration C: oynei Beta Code: ou)/nei

English (LSJ)

δεῦρο, δράμε (Arc.), Hsch.

Greek Monolingual

οὔνει (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Αρκάδες) «δεῡρο δράμε».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὔνει, όπως και οι τ. οὔνης «κλέπτης», οὔνιος «δρομεύς, κλέπτης, πρέπει να έχουν προέλθει κατ' αποκοπή από τα σύνθ. ἐριούνης και ἐριούνιος, λέξεις αβέβαιης σημασίας και ετυμολογίας (βλ. λ. εριούνιος). Οι αρχαίοι σχολιαστές και λεξικογράφοι έδωσαν στα σύνθ. ἐριούνης / ἐριούνιος τη σημ. «ευεργέτης, αγαθοεργός» και τά συνέδεσαν με το ρ. ὀνίνημι «ωφελώ». Κατ' άλλη όμως άποψη, αρχικοί πρέπει να θεωρηθούν οι τ. «οὖνον
Κύπριοι δρόμον» και «οὔνει
δεῦρο, δράμε
Ἀρκάδες». Κατά την ίδια άποψη, οι τ. πρέπει να συνδεθούν με το κυπρ. ανθρωπωνύμιο Φιλούνιος, που θεωρείται ότι αντιστοιχεί με το αττ. Φιλόδρομος, οπότε η σημ. τών ἐριούνης / ἐριούνιος πρέπει να ήταν «καλός δρομέας»].