ταρμύσσω

From LSJ
Revision as of 09:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταρμύσσω Medium diacritics: ταρμύσσω Low diacritics: ταρμύσσω Capitals: ΤΑΡΜΥΣΣΩ
Transliteration A: tarmýssō Transliteration B: tarmyssō Transliteration C: tarmysso Beta Code: tarmu/ssw

English (LSJ)

frighten, Lyc.1177. (Hence ἀτάρμυκτος).

German (Pape)

[Seite 1071] = φοβεῖν, Suid. aus Lycophr. 1177 nach Emend.

French (Bailly abrégé)

c. ταρβέω.

Greek (Liddell-Scott)

ταρμύσσω: ἐμβάλλω εἰς φόβον, φοβῶ, Λυκόφρ. 1177, ἔνθα ἴδε Bachm. (Ὅθεν ἀτάρμυκτος).

Greek Monolingual

Α
φοβίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. με επίθημα -ύσσω (πρβλ. αἰθύσσω), άγνωστης ετυμολ. Δεν ικανοποιούν ούτε η σύνδεση με το ρ. τρέμω και με τα τέ-τραμ-ος / τετραμαίνω ούτε η αναγωγή της λ. σε αμάρτυρο τ. ταρμός (< τείρω «ταλαιπωρώ, βασανίζω»)].

Frisk Etymology German

ταρμύσσω: {tarmússō}
Forms: Aor. ταρμύξασθαι· φοβηθῆναι H.; ἀτάρμυκτος unerschrocken (Euph., Nik., H., EM).
Grammar: v.
Meaning: erschrecken (Lyk. 1177),
Etymology: Bildung wie αἰθύσσω, κινύσσομαι, σκαρδαμύσσω u. a., entweder denominativ oder deverbativ. Die semantisch naheliegende Anknüpfung an τρέμω (Persson Beitr. 2, 572 A. 1) mag wegen der Schwundstufe ταρμ- gegenüber τραμ-in τέτραμος, τετραμαίνω Bedenken erregen. Anderer Vorschlag von Debrunner IF 21, 243 (zögernd): von *ταρμός Qual zu τείρω.
Page 2,857