ταρμύσσω
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
English (LSJ)
frighten, Lyc.1177. (Hence ἀτάρμυκτος).
German (Pape)
[Seite 1071] = φοβεῖν, Suid. aus Lycophr. 1177 nach Emend.
French (Bailly abrégé)
c. ταρβέω.
Greek (Liddell-Scott)
ταρμύσσω: ἐμβάλλω εἰς φόβον, φοβῶ, Λυκόφρ. 1177, ἔνθα ἴδε Bachm. (Ὅθεν ἀτάρμυκτος).
Greek Monolingual
Α
φοβίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. με επίθημα -ύσσω (πρβλ. αἰθύσσω), άγνωστης ετυμολ. Δεν ικανοποιούν ούτε η σύνδεση με το ρ. τρέμω και με τα τέ-τραμ-ος / τετραμαίνω ούτε η αναγωγή της λ. σε αμάρτυρο τ. ταρμός (< τείρω «ταλαιπωρώ, βασανίζω»)].
Frisk Etymology German
ταρμύσσω: {tarmússō}
Forms: Aor. ταρμύξασθαι· φοβηθῆναι H.; ἀτάρμυκτος unerschrocken (Euph., Nik., H., EM).
Grammar: v.
Meaning: erschrecken (Lyk. 1177),
Etymology: Bildung wie αἰθύσσω, κινύσσομαι, σκαρδαμύσσω u. a., entweder denominativ oder deverbativ. Die semantisch naheliegende Anknüpfung an τρέμω (Persson Beitr. 2, 572 A. 1) mag wegen der Schwundstufe ταρμ- gegenüber τραμ-in τέτραμος, τετραμαίνω Bedenken erregen. Anderer Vorschlag von Debrunner IF 21, 243 (zögernd): von *ταρμός Qual zu τείρω.
Page 2,857