χίδρυ
English (LSJ)
ὄνομα δειλόν, Hsch.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
τὸ αἰδοῖον (Hsch).
Étymologie: pê apparenté à χῖδρον (on aurait alors la même métaphore que pour κριθή) - une autre glose d'Hsch rapproche de la « barbe hérissée de l'épi de blé » (cf. ἄρκηλα, βρύσσος).
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὄνομα δειλόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ. του καθημερινού λαϊκού λεξιλογίου, η ακριβής σημ. της οποίας δεν είναι γνωστή. Η λ. χίδρυ από μορφολογική άποψη θυμίζει τον τ. χῖδρον «χλωρό σιτάρι». Παρλλ. υπάρχει μια σειρά τ. του Ησύχ.: χίδαλον, χίδαδον, χιδά, χιδαλέον, οι οποίοι θα μπορούσαν πιθ. να θεωρηθούν συγγενείς. Στην περίπτωση αυτή, οι σημ. τών χίδαλον
ἀντὶ τοῦ < κίδαλον>- τὸ αἰδοῖον και χίδαδον
τὸ παιδίον θα οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ο τ. χίδρυ έχει σημ. με σεξουαλικά υπονοούμενα (για τη σχέση μιας τέτοιας σημ. με τη σημ. «σιτάρι» του τ. χῖδρον πρβλ. τη χρήση της λ. κριθή για να δηλωθεί το ανδρικό μόριο). Η σύνδεση τών τ. χιδά
φρικτή και χιδαλέον·...πεφρικός με τους υπόλοιπους τ. και με τη λ. χῖδρον «σιτάρι» μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο με μια αναφορά στα ανορθωμένα στάχια του σιταριού, η οποία θα εξηγούσε πιθ. τις σημ. τών παραπάνω τ. «φρικτή» και «ανορθωμένος». Η σύνδεση, τέλος, τών τ. αυτών με τον τ. του Ησύχ. κίδαλον
κρόμμυον είναι μάλλον παρετυμολογική].