συνεκτικός
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
συνεκτική, συνεκτικόν, (συνέχω)
A fit for holding together, ἡ τῶν ὅλων συνεκτικὴ αἰτία Arist.Mu.397b9; τὸ συνεκτικόν Plu.2.735f; τὸ ἐν ἑνὶ πάντων σ. Jul.Or.4.135c; σ. τόνος Plu.2.946c; συνεκτικὸν αἴτιον, in Stoic Philos., οὗ παρόντος μένει τὸ ἀποτέλεσμα καὶ αἰρομένου αἴρεται, Stoic.2.121, cf. 273; συνεκτικὴ αἰτία ib.144; σ. αἴτιον νοσήματος Gal.15.111; συνεκτικὴ δύναμις Id.7.525, cf. 1.85, 9.2, Sor.2.3; τὰ συνεκτικὸν τῶν λόγων the essence of the argument, A.D. Adv.141.21; τὸ συνεκτικώτατον δόγμα the most essential.., Ph.1.283; συνεκτικώτατα the most essential doctrines, Iamb.VP32.226; συνεκτικώτατον κεφάλαιον Vett.Val.172.28; σ. τᾶς σωφροσύνας Phintys ap.Stob.4.23.61 (Sup.); of the soul, συνεκτικὸς ἑαυτῆς self-maintaining, Hierocl.p.29 A.; v. συνακτικός 1.1.
2 firmly gripping, of wrestlers, Philostr.Gym. 38.
II Adv. συνεκτικῶς = summarily, Procl.in Alc.p.52 C., Zonar.
German (Pape)
[Seite 1013] ή, όν, 1) mit befassend, zusammenhaltend, erhaltend; ξηρότερα καὶ πυκνότερα καὶ συνεκτικώτερα ποιεῖν, Theophr.; auch dauernd, wie συνεχής, αἴτια συνεκτικά, dauernde, bleibende Ursachen, S. Emp. pyrrh. 3, 15; τὰ κυριώτατα καὶ σ υνεκτικώτατα, adv. phys. 1, 1. – 2) kurz zusammenfassend, συνεκτικῶς, kurz gefaßt, bei den Rhetoren.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui comprend en soi, gén..
Étymologie: συνέχω.
Russian (Dvoretsky)
συνεκτικός:
1 содержащий в себе, объемлющий: σ. τινος Arst., Plut. содержащий в себе что-л.; σ. τῶν ὅλων Arst. всеохватывающий;
2 филос. содержащий в себе следствие, основополагающий, основной: τὰ αἴτια συνεκτικὰ καὶ συναίτια Sext. причины основные и побочные;
3 непрерывный, сплошной (πνεῦμα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεκτικός: -ή, -όν, (συνέχω) ὁ συνέχων, συγκρατῶν, συγκρατητικός, ἡ τῶν ὅλων σ. αἰτία Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 1· σ. αἴτια, αἴτια ἀποτελεσματικά, δραστικά, κύρια, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ συναίτια, συνεργά, Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Π. 3. 15, πρβλ. Κικ. Fat § 19, Ideler Phys. 2. 441, Κλήμ. Ἀλεξ. 376, 929, 931· συνεκτικώτατα, οὐσιωδέστατα, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. § 226 σ. τῆς σωφροσύνης Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 27· ἴδε συνακτικὸς 2. ΙΙ. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν συνόψει, συνοπτικῶς, συντόμως, κεφαλαιωδῶς, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. σ. 52. ― Κατὰ Ζωναρ. σελ. 1694 «συνεκτικῶς, προδήλως, ἀληθῶς, ἢ κεφαλαιωδῶς».
Greek Monolingual
-ή, -ό / συνεκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συνέχω
1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την δύναμη να συνέχει, να συγκρατεί
2. φρ. «συνεκτικό αίτιο»
(στη στωική φιλοσ.) κύριο, αποτελεσματικό, δραστικό αίτιο, σε αντιδιαστολή προς το συναίτιο
νεοελλ.
1. αυτός που έχει συνοχή, στερεός
2. φρ. «συνεκτικός ιστός»
(ιστολ.) συνδετικός ιστός
αρχ.
1. ουσιώδης, πρωτεύων
2. φρ. «συνεκτικὴ ἑαυτῆς»
(για την ψυχή) η αυτοσυντηρούμενη, αυτοκαθοριζόμενη (Ιεροκλ.).
επίρρ...
συνεκτικώς / συνεκτικῶς ΝΜΑ, και συνεκτικά Ν
νεοελλ.
με συνεκτικότητα, με συνοχή
μσν.-αρχ.
σε γενικές γραμμές, συνοπτικά.