ἐπιστατικός
English (LSJ)
ἐπιστατική, ἐπιστατικόν,
A of or for government: ἡ ἐπιστατική (sc. ἐπιστήμη) Pl.Plt. 292b, 308e; δυνάμεις ἐ. τῆς φύσεως Iamb. Myst.2.1.
2. concerning an ἐπιστάτης, γραφή Arist.Ath.59.2.
b. ἐπιστατικόν, τό, tax levied for the support of an ἐ., BGU337.2 (iii A.D.); ἐ. ἱερέων PFay.42 (a) ii8 (ii A.D.).
3. careful, attentive, Syrian. in Metaph.13.6. Adv. ἐπιστατικῶς ib.6.6, S.E.M.7.182.
4. ἐ. πρός τι giving an impulse towards, Phld.Mus.p.84K.
5. scientific, κατάλημμα D.L.7.45.
II. steady, calm, Aët.6.8. Adv. ἐπιστατικῶς, Glossaria on ἐπισταδόν, Sch.A.R.2.84.
German (Pape)
[Seite 983] ή, όν, zum Aufseher gehörig, die Aufsicht betreffend, ἡ ἐπιστατική, sc. τέχνη, die Kunst, die Aufsicht zu führen, Plat. Polit. 292 b 308 e u. Sp.; – feststehend, fest, κατάλημμα D. L. 7, 45. – Adv., Schol. Ap. Rh. 2, 84; wobei verweilend, genau, S. Emp. adv. log. 1, 182.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστᾰτικός:
1 касающийся управления, связанный с надзором (τέχνη Plat.);
2 устойчивый, прочный (κατάλημμα Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς τὸ ἐπιστατεῖν, ἡ ἐπιστατικὴ (ἐξυπακ. ἐπιστήμη), Πλάτ. Πολιτικ. 292Β, 308Ε. ΙΙ. ἑδραῖος, ἀμετακίνητος, Διογ. Λ. 7. 45. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἀμετακινήτως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 84 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐπισταδόν· ἐπιμελῶς, μετὰ προσοχῆς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 182.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιστατικός, -ή, -όν) επιστάτης
νεοελλ.
φρ. «επιστατικός κληρονομικός χαρακτήρας» — τα γονίδια που επικρατούν έναντι τών άλλων και δίνουν στον οργανισμό τις ιδιότητές τους
αρχ.-μσν.
ικανός ή κατάλληλος να επιστατεί
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιστατικόν
η συστατική επιστολή
αρχ.
1. στερεός, αμετακίνητος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπιστατική
η τέχνη να επιστατεί κανείς.
επίρρ...
ἐπιστατικῶς
αρχ.
1. σταθερά, αμετακίνητα
2. προσεκτικά, με επιμέλεια.