ὑπερθρῴσκω

From LSJ
Revision as of 10:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερθρῴσκω Medium diacritics: ὑπερθρῴσκω Low diacritics: υπερθρώσκω Capitals: ΥΠΕΡΘΡΩΣΚΩ
Transliteration A: hyperthrṓiskō Transliteration B: hyperthrōskō Transliteration C: yperthrosko Beta Code: u(perqrw/|skw

English (LSJ)

fut. ὑπερθοροῦμαι, Ep. ὑπερθορέομαι: aor. ὑπερέθορον, Ep. ὑπέρθορον; inf. ὑπερθορεῖν Hdt.6.134, Ep. ὑπερθορέειν Il.12.53 (v.l. in Hdt. l. c.): —overleap, leap over or spring over, c. acc., τάφρον ὑπερθορέονται Il.8.179; ὑπέρθορον ἑρκίον αὐλῆς 9.476, cf. 12.53; so ὑπερθ. τοὺς ἀνθρώπους, τὸ ἕρκος, Hdt.2.66, 6.134; πεδίον Ἀσωποῦ A.Ag.297; πύργον ib.827; βᾶριν οὐχ ὑπερθορεῖ will not escape from it, Id.Supp.873 (lyr.): also ὑπὲρ ἕρκος ὑ. Sol.4.29: c. gen., πόλεως ὑ. E.Hec.823.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερθοροῦμαι, ao.2 ὑπερέθορον, etc.
sauter ou bondir par-dessus, franchir d'un bond, acc..
Étymologie: ὑπέρ, θρῴσκω.

Greek Monotonic

ὑπερθρῴσκω: μέλ. -θοροῦμαι, Επικ. -θορέομαι, αόρ. βʹ -έθορον, Επικ. ὑπέρ-θορον, απαρ. -θορεῖν, Ιων. -θορέειν· υπερπηδώ, πηδώ ή αναπηδώ πάνω από, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης με γεν., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερθρῴσκω: (fut. ὑπερθοροῦμαι, aor. 2 ὑπερέθορον)
1 перепрыгивать, перескакивать (τι и τινά Hom., Her.);
2 пробегать (πεδίον Aesch.);
3 подниматься (καπνὸς πόλεως ὑπερθρῴσκων Eur.);
4 миновать, избегать (Αἰγυπτίαν βᾶριν Aesch.).

German (Pape)

(θρῴσκω), überspringen, darüber wegspringen; ἵπποι δὲ ῥέα τάφρον ὑπερθορέονται, fut., Il. 8.179; ὑπέρθορον ἑρκίον αὐλῆς 9.476; οὔτ' ἄρ' ὑπερθορέειν σχεδόν 12.53, und öfter; τὸ ἕρκος ὑπερθορέειν, οὐ δυνάμενον τὰς θύρας ἀνοῖξαι, ὑπερθορόντα δέ Her. 6.134; τοὺς ἀνθρώπους 2.66; ὑπερθοροῦσα πεδίον Aesch. Ag. 288; ὑπερθορὼν πύργον λέων, 801; κάπνον πόλεως τόνδ' ὑπερθρώσκονθ' ὁρῶ Eur. Hec. 823; ὑπὲρ ἕρκος Solon bei Dem. 19.255.