σφιγκτήρ

From LSJ
Revision as of 10:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφιγκτήρ Medium diacritics: σφιγκτήρ Low diacritics: σφιγκτήρ Capitals: ΣΦΙΓΚΤΗΡ
Transliteration A: sphinktḗr Transliteration B: sphinktēr Transliteration C: sfigktir Beta Code: sfigkth/r

English (LSJ)

σφιγκτῆρος, ὁ,
A that which binds tight, lace, band, etc., κόμας σφιγκτῆρα.. κεκρύφαλον AP6.206 (Antip. Sid.); σ. δεσμός Nonn. D. 16.391.
II muscle closing an aperture which naturally remains in the state of contraction, AP12.7 (Strat.), Heliod. ap. Orib.44.23.55, Sor.1.16, Gal.UP4.19, Paul.Aeg.6.78.
III a Tarentine χιτών, prob. because laced tight to the body, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1051] ῆρος, ὁ, 1) das was zuschnürt, zubindet, womit man schnürt, bindet, Schnur, Band, bes. Arm-u. Kopfband, κόμης Antp. Sid. 21 (VI, 206). – 2) der runde Muskel an der Öffnung des Afters zum Verschließen desselben, Strat. 6 (XII, 7). – 3) bei den Tarentinern eine Art Rock, χιτών, der mit einer Schnur zugezogen wurde, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
1 lien, bandage, bandeau;
2 muscle annulaire de l'anus, sphincter.
Étymologie: σφίγγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφιγκτήρ -ῆρος, ὁ [σφίγγω] iets dat insnoert, samensnoerder; band; anatom. sluitspier.

Russian (Dvoretsky)

σφιγκτήρ: ῆρος ὁ
1 повязка (κόμας Anth.);
2 смыкающая(ся) мышца, сфинктер Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σφιγκτήρ: ῆρος, ὁ, τὸ ἰσχυρῶς ἢ σφιγκτῶς δένον, δεσμός, ταινία, Λατ. spinther ἢ μᾶλλον spinter, κόμας σφιγκτῆρα... κεκρύφαλον Ἀνθ. Π. 6. 206 σφ. δεσμὸς Νόνν. Δ. 16. 394. ΙΙ. μῦς κλείων ἄνοιγμά τι οἷος ὁ τῆς ἕδρας (spinter ani), ὅστις φύσει μένει συνεσταλμένος, «ὁ δὲ δακτύλιος, ἐντέρου μὲν τέλος, ὁδὸς δὲ τῶν ἐκ τῆς κοιλίας περιττῶν· οὐτωσὶ μὲν ἰδεῖν μεμυκώς, ἐπὶ δὲ πλεῖστον ἀνοιγόμενος· ὃν οἱ μὲν σφιγκτῆρα, οἱ δὲ σ. ἐφάνην καλοῦσι» Πολυδ. Β΄, 211, Ἀνθ, Π. 12, 7, Παῦλ. Αἰγ. κλπ. ΙΙΙ. «σφιγκτὴρ χιτών. Ταραντῖνοι» Ἡσύχ., πρβλ. συσφιγκτήρ.

Greek Monotonic

σφιγκτήρ: -ῆρος, ὁ, επίδεσμος, ταινία, μαντίλι, σε Ανθ.

Middle Liddell

σφιγκτήρ, ῆρος, ὁ, [from σφίγγω
a band, lace, Anth.