λιθόστρωτος

Revision as of 10:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

λιθόστρωτον,
A paved with stones, S.Ant.1204; δρόμος POxy.2138.15 (iii A.D.), PFlor.50.97 (iii A.D.).
2 especially of tessellated work, λ. ἔδαφος Str.17.1.28, Poll.7.121; λιθόστρωτον, τό, mosaic pavement or tessellated pavement, IG42(1).110.19 (Epid., iv/iii B.C.), LXX Ca.3.10, Ev.Jo.19.13, CIG2643 (Cyprus, -στρατ-), Roussel Délos: Colonie Athénienne p.422, Arr.Epict.4.7.37 (v.l.), etc.

German (Pape)

[Seite 46] mit Steinen belegt, gepflastert, ausgelegt, übh. von Steinen gebau't; νυμφεῖον, Soph. Ant. 1189; Sp., auch von musivischer Arbeit, vgl. Arr. Epict. 4, 7, 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 bâti en pierres;
2 pavé en mosaïque, dallé.
Étymologie: λίθος, στρώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

λῐθόστρωτος: сложенный из камней (νυμφεῖον Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθόστρωτος: -ον, ἐστρωμένος μὲ λίθους Σοφ. Ἀντ. 1204. 2) ἰδίως ἐστρωμένος μὲ ποικίλον ψηφοθέτημα, λ. ἔδαφος Πολυδ. Η΄, 121, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. Γ΄, 10)· λιθόστρωτον, τό, ἔδαφος ἐστρωμένον διὰ «μωσαϊκοῦ» ἢ ψηφοθετήματος, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 2643, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 7, 37, κτλ.

English (Strong)

from λίθος and a derivative of στρώννυμι; stone-strewed, i.e. a tessellated mosaic on which the Roman tribunal was placed: Pavement.

English (Thayer)

λιθόστρωτον (from λίθος and the verbal adjective στρωτός from στρώννυμι), spread (paved) with stones (νυμφειον, Sophocles Antig. 1204-1205); τό λιθόστρωτον, substantively, a mosaic or tessellated pavement: so of a place near the praetorium or palace at Jerusalem, Γαββαθα); of places in the outer courts of the temple, Josephus, b. j. 6,1, 8,3,2; of an apartment whose pavement consists of tessellated work, Epictetus diss. 4,7, 31, cf. Suetonius, Julius Caesar 46; Pliny, h. n. 36,60 cf. 64.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λιθόστρωτος, -ον)
ο επιστρωμένος με πέτρες («πρὸς λιθόστρωτον κόρης νυμφεῖον... είσεβαίνομεν», Σοφ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το λιθόστρωτο
δρόμος στρωμένος με ακανόνιστες πέτρες, καλντερίμι
αρχ.
1. ο επιστρωμένος με ψηφιδωτό ή με μωσαϊκό
2. το ουδ. ως ουσ. έδαφος στρωμένο με ψηφιδωτό ή με μωσαϊκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -στρωτός (< στρώννυμι)].

Greek Monotonic

λῐθόστρωτος: -ον, στρωμένος με λίθους, σε Σοφ.· λιθόστρωτον, τό, έδαφος στρωμένο με ψηφίδες, με μωσαϊκό, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

λῐθό-στρωτος, ον
paved with stones, Soph.:— λιθόστρωτον, τό, a tesselated pavement, NTest.

Chinese

原文音譯:liqÒstrwtoj 利拖-士特羅拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:石-鋪設 相當於: (רִצְפָּה‎ / רִצְפָה‎)
字義溯源:鋪設石頭,鋪路,鑲嵌細石,舖華石處;由(λίθος)*=石)與(στρώννυμι / στρωννύω)*=散佈)組成。當日羅馬政府各地區的法院中,以彩石鋪飾平臺,故名:鋪華石處
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 鋪華石處(1) 約19:13

English (Woodhouse)

paved with stone

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό λίθος + στρώννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.