κατάχρεος

From LSJ
Revision as of 10:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάχρεος Medium diacritics: κατάχρεος Low diacritics: κατάχρεος Capitals: ΚΑΤΑΧΡΕΟΣ
Transliteration A: katáchreos Transliteration B: katachreos Transliteration C: katachreos Beta Code: kata/xreos

English (LSJ)

κατάχρεον, also κατάχρεως, of persons,
A involved in debt, Plb.13.1.1, Agatharch.Fr.Hist.16 J., D.S.19.9, App.Mith.48, etc.; κατάχρεως δανείοις S.E.M.5.101: metaph., κατάχρεος ἁμαρτίας involved in sin LXX Wi. 1.4.
II of things, τὰ κατάχρεα = that which is owing, debts, IG14.759.20 (Naples); τὸ κατάχρεον κεφάλαιον dub. in Philem.88.9.

German (Pape)

[Seite 1392] att. κατάχρεως, verschuldet, verpfändet; καὶ ἄποροι D. Sic. 19, 9; καὶ ἄτιμοι D. Hal. 9, 15; Pol. bei Ath. XII, 527 b; Sp.

Russian (Dvoretsky)

κατάχρεος: обремененный долгами (κατάχρεοι καὶ ἄποροι Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάχρεος: -ον, ἐπὶ προσώπων, κατακεκαλυμμένος ὑπὸ χρεῶν, διὰ τὴν τῶν πολέμων συνέχειαν καὶ τὴν τῶν βίων πολυτέλειαν κ. ἐγένοντο Πολύβ. παρ’ Ἀθην. 527Α· κ. γενόμενοι καὶ τὰ δάνεια ἀποδοῦναι ἀδυνατοῦντες… ἤλπιζον ἕξειν χρεῶν ἀποκοπὰς 528Α· ἄποροι καὶ κ. Διόδ. 19. 9· ἄτιμοι καὶ κ. Διον. Ἁλ. Ἀρχ. Ρωμ. 9, 15, κτλ.· μεταφρ., κατάχρεος ἁμαρτίας, περιπεπλεγμένος, βεβυθισμένος εἰς…, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. 1. 4)· παρὰ τῷ Συνεσ. 162Α, κατάχρεως ων. ΙΙ. ἐπὶ πραγμ., οὐσία, κτήματα κατάχρεα ἢ κατάχρεω, ὑπόχρεω, ὑπέγγυα, παρὰ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 4. 9 ἢ πιθαν. γραφὴ εἶναι: τὸ κατάχρεον κεφάλαιον τὸ δεδανεισμένον δηλ. πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5785. 20 διδόσθω τὰ κατάχρεα, ἂς πληρωθῶσι τὰ ὀφειλόμενα αὐτῇ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάχρεος, -ον και κατάχρεως, -ων)
αυτός που βαρύνεται από πολλά χρέη, αυτός που χρωστά πολλά, καταχρεωμένος, πηγμένος στα χρέη («πολλοὶ δὲ καὶ τῶν ἀπόρων καὶ καταχρέων ἄσμενοι τὴν μεταβολὴν προσεδέξαντο», Διόδ.)
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) το κατάχρεα
τα οφειλόμενα, τα χρέη
2. φρ. α) μτφ. «κατάχρεως ἁμαρτίας» — βουτηγμένος στην αμαρτία (ΠΔ)
β) «κατάχρεον κεφάλαιον» — το δανεισμένο κεφάλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -χρεως (< χρέος), πρβλ. υπέρχρεως, υπόχρεως].