νομαδικός

From LSJ
Revision as of 10:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομαδικός Medium diacritics: νομαδικός Low diacritics: νομαδικός Capitals: ΝΟΜΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: nomadikós Transliteration B: nomadikos Transliteration C: nomadikos Beta Code: nomadiko/s

English (LSJ)

νομαδική, νομαδικόν,
A of or for a herdsman's life, pastoral, βίος Arist.Pol.1256b1, Dicaearch. ap. Porph.Abst. 4.2; ν. διασκευή Plb.8.29.7; γένη Scymn.81; also of flying insects, roving, wandering, ὁ βίος ν. Arist.PA682b7. Adv. νομαδικῶς = like nomads, Str.2.1.17; ν. καὶ Σκυθικῶς Id.11.8.7.
II as pr. n., Numidian, ἱππεῖς Plb.1.19.2; ἀλεκτρυών Luc.Nav.23.

German (Pape)

zum Hirtenleben gehörig, nomadisch; βίος, das nomadische Leben der Hirtenvölker, Arist. part. an. 4.6; διασκευή, Pol. 8.31.7.
• Adv. νομαδικῶς, Strab. II.127, nach Nomadenart.

Russian (Dvoretsky)

νομᾰδικός: пастушеский, скотоводческий, т. е. кочевой (βίος Arst.; διασκευή Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

νομᾰδικός: -ή, -όν, (νομὰς) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀνήκων εἰς νομάδας, βίος Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 8, 8 ν. διασκευὴ Πολύβ. 8. 31, 7· ἐπί τινων πτηνῶν, «τῶν πτηνῶν ὧν μέν ἐστιν ὁ βίος νομαδικὸς καὶ διὰ τὴν τροφὴν ἀναγκαῖον ἐκτοπίζειν, τετράπτερά τέ ἐστι καὶ τὸν τοῦ σώματος ἔχει κοῦφον ὄγκον, οἷον αἵ τε μέλιτται καὶ τὰ σύμφυλα ζῷα ταύταις» Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν νομάδων, Στράβ. 75 καὶ 513, κτλ. 2) ὁ ἐκ Νουμιδίας, Πολύβ. 1, 19, 2, κ. ἀλλ.· πρβλ. νομὰς Ι. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ νομαδικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νομάδες ή αυτός που γίνεται κατά τον τρόπο τών νομάδων («οἱ μὲν οὖν βίοι τοσοῦτοι σχεδὸν εἰσὶν... νομαδικός, γεωργικός, ληστρικός, ἁλιευτικός, θηρευτικός», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (για έντομα ή πτηνά) αυτός που περιπλανιέται, αποδημητικός («τῶν πτηνῶν ὧν μὲν ἐστὶν ὁ βίος νομαδικὸς καὶ διὰ τὴν τροφὴν ἀναγκαῖον ἐκτοπίζειν», Αριστοτ.)
2. αυτός που κατάγεται από την Νουμιδία.
επίρρ...
νομαδικώς και -ά (Α νομαδικῶς)
όπως οι νομάδες, κατά τον τρόπο τών νομάδων, με περιπλάνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομάς, -άδος + κατάλ. -ικός].

Greek Monotonic

νομᾰδικός: -ή, -όν (νομάς
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στη ζωή βοσκού, νομαδικός, ποιμενικός, σε Αριστ.· επίρρ. -κῶς, κατά τον τρόπο των νομάδων, σε Στράβ.
2. αυτός που προέρχεται από τη Νουμιδία (αρχ. περιοχή της
Β. Αφρικής, που σήμερα καλύπτεται από την Αλγερία), σε Πολύβ.

Middle Liddell

νομᾰδικός, ή, όν νομάς
1. of or for a herdsman's life, nomadic, pastoral, Arist.:—adv. -κῶς, like Nomads, Strab.
2. Numidian, Polyb.