ἱππάρχης
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
Dor. ἱππάρχας, Ion. gen. ἱππάρχεω IG12(8).194.7 (Samothrace), Michel 596 (Cyzicus), ὁ, = ἵππαρχος, OGI217 (Caria, iii B.C., pl.), Plb.10.22.6 (Achaean), 18.22.2 (Macedonian), cf. LXX 2 Ki.1.6, PTeb.54.2 (i B.C.), Plu.Tim.32; at Sparta, IG5(1).32A, al.; = Lat. magister equitum, Plb.3.87.9, D.H.5.75, Nic.Dam.130.17J., etc.; = praefectus equitum, App.BC2.102; = praefectus alae, J.BJ2.14.5.
German (Pape)
[Seite 1257] ὁ, = ἵππαρχος; Pol. 10, 22; D. Hal. 7, 4; Plut. Timol. 32; Inscr.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
réc. c. ἵππαρχος.
Russian (Dvoretsky)
ἱππάρχης: ου ὁ Polyb., Plut. = ἵππαρχος.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππάρχης: Δωρ. -άρχας, ὁ, = ἵππαρχος, Πολύβ, 10. 22, 6, Διον. Ἀλ. 7. 4, Πλουτ. Τιμολ. 32, Ἐπιγραφ. Λακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1241. 3., 1341-45.
Greek Monolingual
ἱππάρχης, δωρ. τ. ἱππάρχας, ὁ (Α)
ίππαρχος («κατασταθεὶς ὑπὸ τῶν 'Αχαιῶν ἱππάρχης ἐν τοῖς προειρημένοις καιροῖς», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασιάρχης, στρατάρχης].
Translations
ar: قاضي الفرسان; az: suvarilər rəisi; bg: началник на конницата; ca: mestre de cavalleria; el: ίππαρχος; fr: maître de cavalerie; he: מגיסטר אקוויטום; it: magister equitum; ja: マギステル・エクィトゥム; ka: მხედართა მეთაური; la: magister equitum; mk: магистер еквитум; pt: mestre da cavalaria; ro: maestrul cailor; uk: начальник кінноти; zh: 騎士統領