ῥαβδίζω

From LSJ
Revision as of 10:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαβδίζω Medium diacritics: ῥαβδίζω Low diacritics: ραβδίζω Capitals: ΡΑΒΔΙΖΩ
Transliteration A: rhabdízō Transliteration B: rhabdizō Transliteration C: ravdizo Beta Code: r(abdi/zw

English (LSJ)

beat with a rod or beat with a stick, cudgel, Ar.Lys.587, Pherecr.50, 2 Ep.Cor.11.25 (Pass.); ῥαβδίζω δένδρα thresh trees, to bring down the fruit, Thphr. CP 1.19.4 (Pass.), cf. PRyl.148.20 (i A.D.); ἐλάας Thphr. CP 5.4.2; ῥαβδίζω [κριθάς] thresh out barley, LXX Ru.2.17; σῖτον ib.Jd.6.11.

German (Pape)

[Seite 829] mit der Ruthe, dem Stocke schlagen, streichen; Pherecrat. bei B. A. 113, 5; Ar. Lys. 587; Theophr.; N. T.; πυρούς, Weizen ausdreschen, LXX.

French (Bailly abrégé)

battre avec une baguette.
Étymologie: ῥάβδος.

Russian (Dvoretsky)

ῥαβδίζω: бить палкой или розгой, сечь (τινά Arph.; τρὶς ῥαβδισθῆναι NT).

Greek (Liddell-Scott)

ῥαβδίζω: ὡς καὶ νῦν, κτυπῶ, δέρω διὰ τῆς ῥάβδου, ξυλίζω, Ἀριστοφ. Λυσ. 587, Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 12· ῥ. δένδρα, κτυπῶ αὐτὰ διὰ ῥάβδου ὅπως καταρρίψω τὸν καρπόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 4, κτλ.· ἐλαίας αὐτόθι 5. 4, 2· ῥ. πυρούς, τύπτων ἀποχωρίζω τὸν σῖτον, Ἑβδ. (Ροὺθ Β΄, 17).

English (Strong)

from ῥάβδος; to strike with a stick, i.e. bastinado: beat (with rods).

Greek Monolingual

ῥαβδίζω ΝΜΑ ῥάβδος
1. χτυπώ κάποιον με ράβδο, δέρνω με το ραβδί, ξυλοκοπώ
2. (σχετικά με δέντρα) ρίχνω κάτω τους καρπούς τινάζοντας ή χτυπώντας τα κλαδιά με ειδική ράβδο, τη ραβδιστήρα («ῥαβδίζειν ἐλάας», θεόφρ.)
3. (σχετικά με σιτηρά) αποχωρίζω τους καρπούς τών σιτηρών από τα άχυρα χτυπώντας τα με ραβδί.

Chinese

原文音譯:?abd⋯zw 拉不笛索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:杖(打)
字義溯源:用棍打,棍打;源自(ῥάβδος)=杖), (ῥάβδος)出自(ῥαπίζω)=摑,掌擊),而 (ῥαπίζω)出自(Ῥαιφάν / Ῥεμφάν / Ῥεφάν / Ῥομφά)X*=跌,敲擊)
出現次數:總共(2);徒(1);林後(1)
譯字彙編
1) 我被棍打過(1) 林後11:25;
2) 用棍打(1) 徒16:22