ἐκγλύφω

From LSJ
Revision as of 10:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκγλύφω Medium diacritics: ἐκγλύφω Low diacritics: εκγλύφω Capitals: ΕΚΓΛΥΦΩ
Transliteration A: ekglýphō Transliteration B: ekglyphō Transliteration C: ekglyfo Beta Code: e)kglu/fw

English (LSJ)

[ῠ],
A scoop out, τὸν χόνδρον Meges ap.Orib.44.24.1: pf. Pass. ἐξέγλυμμαι Pl.R. 616d; part. ἐκγεγλυμμένη Gal.18(2).618.
II hatch, τὰ νεόττια Ael.NA2.33:—Med., ᾠὰ ἐξεγλύψαντο Plu.TG17:—also intr. in Act., τὰ ᾠὰ διὰ κά (sc. ἡμερῶν) ἐκγλύφει GP. 14.7.28.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῠ-]
I 1vaciar, ahuecar καὶ ἐάν τις ἐκγλύψας θῇ λίθον εἰς τὸ δένδρον Thphr.HP 5.2.4, ἐκγλύφειν κυαθίσκῳ μηλωτρίδος τὸν ἐγκείμενον ὄγκον Aët.7.82, en v. pas. τυρὸς ἐξεγλυμμένος queso agujereado Eup.361, σφόνδυλος κοῖλος καὶ ἐξεγλυμμένος Pl.R.616d, cf. Gal.4.95, Procl.in R.2.213, μία (κορώνη) ... καθάπερ ἐκγεγλυμμένη κατὰ τὸ μέσον αὐτοῦ τροχηλίᾳ παραπλησίως Gal.18(2).618
cirug. legrar ἐξέγλυψεν ἡ φύσις ἑκατέρωθεν τὸ τοῦ βραχίονος ὀστοῦν Gal.4.429, τὸ χόνδρον Meges en Orib.44.21.1
hacer salir del cascarón rompiéndolo τὰ νεόττια Ael.NA 2.33
cascar, romper el cascarón τὰ ᾠὰ ἐκγλύφει (ἡ ὄρνις) Ael.NA 2.38, cf. Gp.14.7.28, en v. pas. Hsch.s.u. κροτητά.
2 tallar, grabar ἐπὶ δὲ τῆς τραπέζης μαίανδρον ἐξέγλυψαν I.AI 12.71, ἐκεῖνα (ζῷα) διὰ τῆς τορείας ἐκγλύφουσι τοῦ λίθου Gr.Nyss.Hom.in Cant.407.18, en v. pas. γράμμα CIRB 130.7 (II/I a.C.).
II en v. med. cascarse, abrirse καὶ ταῦτ' ἐξεγλύψαντο (τὰ ᾠά) Plu.TG 17.

German (Pape)

[Seite 755] 1) aushöhlen, ausmeißeln; σφόνδυλος κοῖλος καὶ ἐξεγλυμμένος Plat. Rep. X, 616 d; τυρὸς ἐξεγλυμμένος Eupol. E. M 311, 55. – 2) ausbrüten, τὰ νεόττια Ael. H. A. 2, 33; so auch im med., τὰ ᾠὰ ἐξεγλύψαντο Plut. Tib. Graech. 17. Vgl. ἐκκολάπτω.

French (Bailly abrégé)

casser l'œuf pour faire éclore;
Moy. ἐκγλύφομαι (ao. 3ᵉ pl. ἐξεγλύψαντο) m. sign.
Étymologie: ἐκ, γλύφω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκγλύφω: (ῠ)
1 выдалбливать: ἐξεγλυμμένος Plat. вогнутый;
2 med. высиживать (ὄφεις ἐξεγλύψαντο τὰ ᾠά Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκγλύφω: ῠ, διακοιλαίνω, κοῖλον ποιῶ: ἀντὶ τοῦ ὁμαλοῦ πρκμ. ἐκγέγλυμαι, εὑρίσκομεν τὸν ἀνώμαλον ἐξέγλυμμαι ἐν Πλάτ. Πολ. 616D· πρβλ. κατεγλώττισμαι. ΙΙ. ἐκκολάπτω, «ξεπουλιάζω», τὰ νεόττια Αἰλ. π. Ζ. 2. 33· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ᾠὰ ἐξεγλύψαντο Πλουτ. Τ. Γράκχ. 17· ἴδε Κόντ. ἐν Σωκράτει σ. 133.

Greek Monolingual

(AM ἐκγλύφω)
καθιστώ κάτι κοίλο με γλύφανο ή εκγλυφίδα
μσν.
φρ. «ἐξέγλυψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ» — του έβγαλαν τα μάτια)
αρχ.
εκκολάπτω, ξεπουλιάζω.

Greek Monotonic

ἐκγλύφω: [ῠ], μέλ. -ψω·
I. σκαλίζω, κάνω κάτι κοίλο· ανώμ. Παθ. παρακ. ἐξέγλυμμαι, σε Πλάτ.
II. εκκολάπτω, κλωσσώ, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to scoop out: irr. perf. pass. ἐξέγλυμμαι Plat.
II. to hatch, Plut.