οἰστικός
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
οἰστική, οἰστικόν,
A productive, ὑγιείας Sch.Pl.Grg. 450a; καρπῶν Ph. 1.589, cf. 110; μεγάλων φόβων Orib.Fr.72. Adv. οἰστικῶς, ἔχειν to be productive, Iamb.VP5.28 (s.v.l.).
II able to bear, πόνων Corn. ND28; κχκουχιῶν Ptol.Tetr.145.
Greek (Liddell-Scott)
οἰστικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος, ἐπιτήδειος νὰ φέρῃ, ὑγιείας Σχόλ. εἰς Πλάτ.· ὁ φέρων, Φίλων 1. 110, Ὠριγέν., κλ.· - Ἐπίρρ., οἰστικῶς ἔχουσαν, παράγουσαν, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 28. ΙΙ. ἱκανὸς νὰ φέρῃ, πόνων οἰστικὴν ἐργασίαν Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 28.
Greek Monolingual
οἰστικός, -ή, -όν (Α) οιστός
1. αυτος που παράγει κάτι, παραγωγικός («οἰστικὸς καρπών», Φίλ.)
2. αυτός που είναι ικανός να υποφέρει, να υπομένει κάτι, ανεκτικός («πόνων οἰστικὴν ἐργασίαν», Κορνούτ.).
επίρρ...
οἰστικῶς (Α)
1. με οιστικό τρόπο
2. φρ. «οἰστικῶς ἔχω» — είμαι παραγωγικός, παράγω.