ἀσυνάρτητος
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
ἀσυνάρτητον,
A disconnected, incoherent, asynartetic, D.H.Th.6, Gal.15.468, Sch.S.OC1560.
II in Metric, ἀσυνάρτητοι στίχοι verses compounded of independent κῶλα, having or containing two different types of metre Heph.15, Sch.Ar.Ra.1316, etc.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inconexo, incoherente de abstr. κεφάλαια D.H.Th.6, λήμματα S.E.P.2.153, λόγος Gal.15.468, τὸ δὲ δίδου μοι τοῦτο ἀσυνάρτητον Sch.S.OC 1560P., cf. Sch.Ar.Ra.1340.
2 métr. asinárteto στίχοι versos compuestos de κῶλα diferentes, Heph.15, Aristid.Quint.51.2, Sch.Ar.Ra.1316.
II adv. ἀσυναρτήτως = incoherentemente ἐπεὶ ὁ γέρων εἶπεν ἀ. Sch.Ar.Nu.247, cf. Eus.E.Th.1.20.9
•ἀ. ἐρράπτει Gr.Nyss.Hom.in Cant.2.1.6.
German (Pape)
[Seite 380] nicht verknüpft, unzusammenhangend. Bei den Metrikern sind ἀσυνάρτητοι Verse, in denen verschiedene Rhythmen locker od. gar nicht verbunden sind. Uebh. nicht zusammenpassend, Dion. Hal. iud. de Thuc. 6.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυνάρτητος: досл. несвязанный, стих. разнородный, состоящий из разных размеров (στίχοι).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνάρτητος: -ον, ἀσύνδετος, ἀσύναπτος, ἀνακόλουθος, εἰς πολλὰ μεμερισμένην καὶ ἀσυνάρτητα κεφάλαια Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 6. ΙΙ. ἐν τῇ μετρικῇ, ἀσυνάρτητοι στίχοι εἶναι οἱ συγκείμενοι ἐξ ἑτερογενῶν μερῶν, «γίνεται δὲ καὶ ἀσυνάρτητα, ὁπόταν δύο κῶλα μὴ δυνάμενα ἀλλήλοις συναρτηθῆναι μηδὲ ἕνωσιν ἔχειν ἀντὶ ἑνὸς μόνου παραλαμβάνηται στίχου» Ἡφαιστ. 15, πρβλ. Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. π. Μουσ. 56. 12.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσυνάρτητος, -ον) συναρτώ
αυτός που δεν έχει ειρμό, ασύνδετος, ανακόλουθος
αρχ.-μσν.
(μετρ.) «ἀσυνάρτητοι στίχοι» — οι στίχοι που αποτελούνται από ανομοιογενή ημιστίχια.