εὐκρίνεια
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, (εὐκρῐνής)
A clear-sightedness, Pl.Def.414a.
2 distinctness of outline, Diocl.Fr.141.
3 limpidity of style, εὐ. καὶ καθαρότης Hermog. Id.1.2, cf.4.
4 clear distinction, προσώπων καὶ πραγμάτων Procl. in R.1.15 K.
German (Pape)
ἡ, Reinheit, Deutlichkeit, Plat. def. 414a; vom Styl, Hermog.
Russian (Dvoretsky)
εὐκρίνεια: ἡ четкость, отчетливость, ясность Plat.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκρίνεια: ἡ, (εὐκρῐνὴς) καθαρότης, σαφήνεια, Πλάτ. Ὅροι 414Α, Εὐστ. Πονημάτ. 303, 35, Ἑρμογέν. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 210, κλ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐκρίνεια, Μ και εὐκρινία) ευκρινής
1. η ιδιότητα του ευκρινούς, η διαύγεια, η καθαρότητα
2. (για έκφραση και ύφος) η ενάργεια, η σαφήνεια («εὐκρίνεια καὶ καθαρότης», Ερμογ.)
αρχ.
1. το ευδιάκριτο του περιγράμματος
2. καθαρή, σαφής διάκριση («προσώπων καὶ πραγμάτων εὐκρίνεια», Πρόκλ.).