θεομισής

From LSJ
Revision as of 10:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεομῑσής Medium diacritics: θεομισής Low diacritics: θεομισής Capitals: ΘΕΟΜΙΣΗΣ
Transliteration A: theomisḗs Transliteration B: theomisēs Transliteration C: theomisis Beta Code: qeomish/s

English (LSJ)

θεομισές,
A hated by the gods, opp. θεοφιλής, Pl.Euthphr.7a, R.612e, Them.Or.16.21ca: Sup. θεομισέστατος Pl.Lg.917a, Ph.1.653. Adv. θεομισῶς Poll.1.22.
II Act., hating God, Ar.Av.1548 (ubi v. Sch.), Ph.2.597, Suid. (θεομίσης v.l. in Ar.l.c.).

German (Pape)

[Seite 1196] ές, gottverhaßt, Plat. Rep. X, 612 c, Gegensatz θεοφιλής, u. öfter; Ar. Av. 1548 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
haï des dieux.
Étymologie: θεός, μισέω.

Russian (Dvoretsky)

θεομῑσής:
1 ненавистный богам Plat.;
2 ненавидящий богов Arph.

Greek (Liddell-Scott)

θεομῑσής: -ές, μισούμενος ὑπὸ τῶν θεῶν, ἀντίθετον θεοφιλής, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1548, Πλάτ. Εὐθύφρ. 7Α, Πολ. 612Ε· θεομισέστατος ὁ αὐτ. Νόμ 916Ε. - Ἐπίρρ. -σῶς, Πολυδ. Α΄, 22. - Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322. ΙΙ. θεομίσης, ες, ἐνεργ., μισῶν τὸν θεόν, μισόθεος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

θεομισής, -ές (Α)
1. ο μισητός στους θεούς («ὁ θεοφιλής ἄνθρωπος ὅσιος, τὸ δέ θεομισὲς καὶ ὁ θεομισής ἀνόσιος», Πλάτ.)
2. αυτός που μισεί τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μισής (< μίσος), πρβλ. παντομισής, φανερομισής].

Greek Monotonic

θεομῑσής: -ές (μῖσος), αυτός τον οποίο αποστρέφονται, απεχθάνονται οι θεοί, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

θεο-μῑσής, ές μῖσος
abominated by the gods, Ar., Plat.

English (Woodhouse)

abominable, polluted in the eyes of the gods, hated by the gods

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)