θεομισής
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
θεομισές,
A hated by the gods, opp. θεοφιλής, Pl.Euthphr.7a, R.612e, Them.Or.16.21ca: Sup. θεομισέστατος Pl.Lg.917a, Ph.1.653. Adv. θεομισῶς Poll.1.22.
II Act., hating God, Ar.Av.1548 (ubi v. Sch.), Ph.2.597, Suid. (θεομίσης v.l. in Ar.l.c.).
German (Pape)
[Seite 1196] ές, gottverhaßt, Plat. Rep. X, 612 c, Gegensatz θεοφιλής, u. öfter; Ar. Av. 1548 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
haï des dieux.
Étymologie: θεός, μισέω.
Russian (Dvoretsky)
θεομῑσής:
1 ненавистный богам Plat.;
2 ненавидящий богов Arph.
Greek (Liddell-Scott)
θεομῑσής: -ές, μισούμενος ὑπὸ τῶν θεῶν, ἀντίθετον θεοφιλής, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1548, Πλάτ. Εὐθύφρ. 7Α, Πολ. 612Ε· θεομισέστατος ὁ αὐτ. Νόμ 916Ε. - Ἐπίρρ. -σῶς, Πολυδ. Α΄, 22. - Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322. ΙΙ. θεομίσης, ες, ἐνεργ., μισῶν τὸν θεόν, μισόθεος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
θεομισής, -ές (Α)
1. ο μισητός στους θεούς («ὁ θεοφιλής ἄνθρωπος ὅσιος, τὸ δέ θεομισὲς καὶ ὁ θεομισής ἀνόσιος», Πλάτ.)
2. αυτός που μισεί τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μισής (< μίσος), πρβλ. παντομισής, φανερομισής].
Greek Monotonic
θεομῑσής: -ές (μῖσος), αυτός τον οποίο αποστρέφονται, απεχθάνονται οι θεοί, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Middle Liddell
θεο-μῑσής, ές μῖσος
abominated by the gods, Ar., Plat.
English (Woodhouse)
abominable, polluted in the eyes of the gods, hated by the gods