συνυφίστημι
English (LSJ)
A call into existence together with, τινι Plot.5.6.5, Jul.Or.4.142a, Procl.Inst.57:—Pass., with pf. and aor. 2 Act., coexist, Ph.1.175, Plu.2.572d, S.E.P.3.26, M.8.273, Alex.Aphr.Mixt. 228.21.
II Med., undertake along with, αὐτοῖς πάντα -στησομένους Plb.4.32.7.
Greek (Liddell-Scott)
συνῠφίστημι: φέρω εἰς ὑπόστασιν ὁμοῦ, τινί τι Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 730Α. ― Παθητ., μετὰ πρκμ. καὶ ἀορ. βϳ ἐνεργ., συνυπάρχω, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π 3. 26, π. Μ. 8. 273. ΙΙ. Μέσ., ἐπιχειρῶ, ἀναδέχομαι, ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ τι Πολύβ. 4. 32, 7.
Greek Monolingual
ΜΑ ὑφίστημι
παθ. συνυφίσταμαι
συνυπάρχω
1. αρχ. προσδίδω υπόσταση σε κάτι, το κάνω να υπάρχει
2. μέσ. επιχειρώ ή αναλαμβάνω να κάνω κάτι από κοινού με άλλον.
German (Pape)
(ἵστημι), mit oder zugleich existieren lassen, und in den intr. tempp. mit existieren; S.Emp. pyrrh. 3.26; ἀμφότερα συνυφέστηκεν ἀλλήλοις, adv.log. 2.273; auch mit unter- od. übernehmen, συνυφίστασθαί τινι πάντα, Pol. 4.32.7.