περικλίνω

From LSJ
Revision as of 10:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικλίνω Medium diacritics: περικλίνω Low diacritics: περικλίνω Capitals: ΠΕΡΙΚΛΙΝΩ
Transliteration A: periklínō Transliteration B: periklinō Transliteration C: periklino Beta Code: perikli/nw

English (LSJ)

[ῑ],
A decline, of the sun, Posidon.28 J.:—Pass., lean upon, περικλινθεῖσα τιθήνῃ παρθένος Nonn. D.35.14.
II Pass., to be deflected, distorted, Phld.Rh.1.157 S.
III dub.sens. in IG5(2).437.5 (Megalop., ii B.C.).

French (Bailly abrégé)

incliner à l'horizon, être dans son déclin.
Étymologie: περί, κλίνω.

Greek (Liddell-Scott)

περικλίνω: ἀποκλίνω, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Στράβ. 103· - Μέσ., π. πρὸς τὸ δοκοῦν Γρηγ. Νύσσ.

Greek Monolingual

Α
1. κλίνω γύρω από κάτι, ολόγυρα
2. (για τον Ήλιο) αποκλίνω
3. εκκλίνω
4. πιθ. αποφεύγω, παρεκκλίνω
5. παθ. περικλίνομαι
α) έχω απομακρυνθεί από το ορθό, δηλ. έχω διαστρεβλωθεί
β) μτφ. στηρίζομαι, ακουμπώ.

Greek Monotonic

περικλίνω: μέλ. -κλῐνῶ, γέρνω, έχω κλίση, λέγεται για τον ήλιο, σε Στράβ.

Middle Liddell

fut. -κλῐνῶ
to decline, of the sun, Strab.