Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμβιωτής

From LSJ
Revision as of 10:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβῐωτής Medium diacritics: συμβιωτής Low diacritics: συμβιωτής Capitals: ΣΥΜΒΙΩΤΗΣ
Transliteration A: symbiōtḗs Transliteration B: symbiōtēs Transliteration C: symviotis Beta Code: sumbiwth/s

English (LSJ)

συμβιωτοῦ, ὁ,
A one who lives with, companion, partner, prob. l. in Eup.448, cf. Plb.8.10.3, Cic.Fam.9.10.2.
II especially of the confidants of the Roman Emperors, etc., Plu.2.207c, Jul. Caes.326b; σ. τοῦ βασιλέως Βαβυλῶνος LXX Bel 2.

German (Pape)

[Seite 978] ὁ, der mit Andern zusammen od. in Gesellschaft Lebende; Pol. 8, 12, 3; καὶ ἑταῖρος, Plut. Cat. min. 35.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
confident ou favori des empereurs romains.
Étymologie: συμβιόω.

Russian (Dvoretsky)

συμβιωτής: οῦ ὁ
1 сотоварищ, близкий друг Polyb.;
2 наперсник, любимец Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συμβιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ζῶν μετά τινος, σύντροφος, ἑταῖρος, πιθ. γραφὴ ἐν Εὐπόλ. «Κόλακι» 26, πρβλ. Πολύβ. 8. 12, 3, C c. Fam. 9. 10, κτλ. ΙΙ. μάλιστα ἐπὶ τῶν ἑταίρων ἢ εὐνοουμένων τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων, Πλούταρχ. 2. 207C, ὁ αὐτ. ἐν Ἰουλ. Καίσ. 21, πρβλ. Becker. Röm. All. 2. 3, σ. 231.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ συμβιῶ, -ώνω
μσν.
μοναχός στο ίδιο μοναστήρι με κάποιον άλλοσυμβιωτής ἀδελφός»)
αρχ.
1. σύντροφος, εταίρος («Σαρδαναπάλου ἤ τῶν ἐκείνου συμβιωτῶν», Πολ.)
2. ευνοούμενος του βασιλιά ή του αυτοκράτορα της Ρώμης
3. μέλος εταιρείας.