ἄτερθε
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
[ᾰ], before a vowel ἀτέραμν-θεν, Aeol. ἄτερθα Hdn.Gr.2.192,
A = ἄτερ, Pi.O.9.78, etc.: c.gen., ἄ. πτερύγων A.Supp.783 (lyr.); λατρῶν ἄ. ib.1011; ἄ. τοῦδε S.Aj.645 (lyr.).
II as adverb, aloof, apart, Pi.P.5.96.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): eol. -α Hdn.Gr.2.192; ἄτερθεν ante vocal (tb. ante consonante Pi.Fr.52i.77); ἄτερθε ante consonante (tb. ante vocal B.17.12)
• Prosodia: [ᾰ]
I adv. lejos, aparte ἄτερθε δὲ ... βασιλέες ἱεροὶ ἐντί Pi.P.5.96, cf. Fr.346c.2, A.Fr.451s.10.1, σηπεδόνες δέ οἱ ἀμφὶς ἐπίδρομοι, αἱ μὲν ἄ. ..., αἱ δὲ ... Nic.Th.242.
II prep. de gen.
1 lejos de ἄτερθε ... δαμασιμβρότου αἰχμᾶς Pi.O.9.78, ἔφθινον ἄ. τεκέων ἀλόχων τε Pi.Fr.52i.77, παρθενικᾶς ἄτερθ' ἐράτυεν B.l.c., cf. S.Fr.730b.13, οἰκεῖν λάτρων ἄ. A.Supp.1011, Sch.D.T.100.9.
2 c. gen. de pers. fuera de, excepto οὔπω τις ... Αἰακιδᾶν ἄτερθε τοῦδε ninguno de los Eácidas excepto éste S.Ai.645.
3 sin πτερύγων A.Supp.782, ἄ. ταύτας (δικαιότας) Theag.p.191.
German (Pape)
[Seite 385] vor Vokalen ἄτερθεν, = ἄτερ, poet., τινός Pind. Ol. 9, 84; Tragg., z. B. Aesch. Suppl. 764 Soph. Ai. 630; Sp.
French (Bailly abrégé)
dev. une voy. ἄτερθεν;
prép. avec le gén. : à part de, à l'exclusion de ; sans.
Étymologie: ἄτερ, -θε.
English (Slater)
ᾰτερθε, ἄτερθεν
a prep. c. gen., apart from παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς (O. 9.78) ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων ἀλόχων τε (Pae. 8.77)
b adv., apart, separately ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί (διακεχωρισμένος τῶν ἄλλων βασι- λέων ἐν τῇ Κυρήνῃ πρὸς τὰ τελευταῖα τῆς ἀγορᾶς κεῖται τεθνηκὼς ὁ Βάττος. Σ.) (P. 5.96)
c frag. ]ει τις ἄτερθεν[ Πα. 13b. 13. ἄτερθ[εν P. Oxy. 2622, fr. 117 ad ?fr. 346.
Greek Monolingual
ἄτερθε(ν) (Α) άτερ
1. πρόθ. άτερ
2. (ως επίρρ.) μακριά, χωριστά.
Greek Monotonic
ἄτερθε: πριν από φωνήεν -θεν, = ἄτερ, σε Τραγ.· με γεν., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτερθε: (ν) Pind., Trag. = ἄτερ.