ἐπιβοηθέω

From LSJ
Revision as of 10:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβοηθέω Medium diacritics: ἐπιβοηθέω Low diacritics: επιβοηθέω Capitals: ΕΠΙΒΟΗΘΕΩ
Transliteration A: epiboēthéō Transliteration B: epiboētheō Transliteration C: epivoitheo Beta Code: e)pibohqe/w

English (LSJ)

Dor. ἐπιβοαθέω,
A come to aid, succour, τινί Hdt.3.146, 7.207, Th.1.73, 4.29, al., SIG398.7 (Cos, iii B.C.): abs., Th.3.69, PPetr.2p.143 (iii B.C.), etc.
II. come to aid against, τινί Th.3.26; ἐπὶ τὸ ἐχόμενον X.HG7.5.24.

German (Pape)

[Seite 929] zu Hülfe herbeikommen, τινί, Her. 3, 146. 7, 207; ἐπιβωθέειν 8, 1. 14; absol., Thuc.; τινί Xen. An. 6, 5, 9; ἐπί τινα Hell. 7, 5, 24 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
venir au secours : τινι de qqn ; ἐπί τινα XÉN contre un ennemi.
Étymologie: ἐπί, βοηθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβοηθέω: ион. ἐπιβωθέω приходить на помощь, помогать (τινι Xen., Her. и ἐπί τινα Xen.; πολλῇ χειρί Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβοηθέω: Ἰων. -βωθέω, ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, βοηθῶ, τινὶ Ἡρόδ. 3. 146., 7. 207, Θουκ. 3. 69., 4. 29, κ. ἀλλ. ΙΙ. πέμπω βοήθειαν ἐναντίον τινός, ὅπως οἱ Ἀθηναῖοι, ἀμφοτέρωθεν θορυβούμενοι, ἧσσον ταῖς ναυσὶν ἐς τὴν Μυτιλήνην καταπλεούσαις ἐπιβοηθήσουσιν ὁ αὐτ. 3. 26· ἐπί τινα Ξεν. Ἑλλην. 7. 5, 24· ἀπολ., Θουκ. 3. 96 κ. ἀλλ.

Greek Monotonic

ἐπιβοηθέω: Ιων. -βωθέω, μέλ. -σω, έρχομαι προς βοήθεια, συνδράμω, βοηθώ, τινί, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

ionic -βωθέω fut. σω
to come to aid, to succour, τινί Hdt., Thuc.