ἐξοπλισία

From LSJ
Revision as of 10:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξοπλῐσία Medium diacritics: ἐξοπλισία Low diacritics: εξοπλισία Capitals: ΕΞΟΠΛΙΣΙΑ
Transliteration A: exoplisía Transliteration B: exoplisia Transliteration C: eksoplisia Beta Code: e)coplisi/a

English (LSJ)

ἡ,
A muster of troops under arms, review, Aen.Tact.10.13 (pl.); ἐν τῇ ἐξοπλισίᾳ under arms, X.An.1.7.10, Plb.11.9.4, Str. 15.3.18, etc.
2 field-day, manoeuvres, Ael.Tact.24.1(pl.); ταῖς ἐ. γυμνάζειν Man.Hist.42.

German (Pape)

[Seite 887] ἡ, das unter die Waffen Treten u. gegen den Feind Ausrücken, Xen. An. 1, 7, 10; die Revüe, D. Sic. öfter; Pol. 10, 22, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
prise d'armes.
Étymologie: ἐξοπλίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξοπλῐσία:
1 надевание оружия, вооружение (ἐν τῇ ἐξοπλισίᾳ Xen.);
2 смотр войскам Polyb., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοπλῐσία: ἡ, ἐξοπλισμός, ἐν τῇ ἐξοπλισίᾳ, ἐν ᾧ χρόνῳ ὁ στρατὸς εὑρίσκετο ἐν ὅπλοις, ἐν τῇ ἐξετάσει, ἐν τῇ ἐπιθεωρήσει, Λατ. in procinctu, Ξεν. Ἀν. 1. 7, 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 39· ἐν ταῖς ἐξοπλισίαις, ἐν ταῖς στρατιωτικαῖς ἐπιθεωρήσεσι, Διόδ. 19. 3.

Greek Monolingual

ἐξοπλισία, η (Α) έξοπλος
ο εξοπλισμός.

Greek Monotonic

ἐξοπλῐσία: ἡ, χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο στρατός βρίσκεται στα όπλα, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐξοπλῐσία, ἡ,
a being under arms, Xen.