εὐτοκία

From LSJ
Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτοκία Medium diacritics: εὐτοκία Low diacritics: ευτοκία Capitals: ΕΥΤΟΚΙΑ
Transliteration A: eutokía Transliteration B: eutokia Transliteration C: eftokia Beta Code: eu)toki/a

English (LSJ)

ἡ,
A easy delivery, Call.Epigr.54, AP9.268 (Antip. Thess.), Sor.1.70, Plu. Rom.21; τρισσὴ εὐ. three children happily born, AP9.349 (Leon.).
2 fertility, γυναικῶν Ph.1.183; of crops, ib.301.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
enfantement heureux ou fécond.
Étymologie: εὔτοκος.

German (Pape)

ἡ, das leichte, glückliche Gebären, Plut. und andere Spätere; Λητωῒς κούφην εὐτοκίην ἔπορεν Add. 4 (IX.303); vgl. Antip.Thess. 38 (IX.268); τρισσὴ εὐτ, drei glücklich geborne Kinder, Leon.Alex. 10 (IX.349).

Russian (Dvoretsky)

εὐτοκία: ἡ тж. pl. легкие или благополучные роды Plut.: τρισσὴ εὐ. Anth. трое благополучно рожденных детей.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτοκία: ἡ, εὐτυχὴς τοκετός, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 56, Ἀνθ. Π. 9. 268· τρισσὴ εὐτ., τριῶν τέκνων εὐτυχὴς γέννησις, αὐτόθι 349.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐτοκία, Α και ιων. τ. εὐτοκίη) εύτοκος
εύκολη γέννηση, εύκολος τοκετός
νεοελλ.
ιατρ. ο τοκετός που γίνεται εύκολα, φυσιολογικά και ομαλά, χωρίς επιπλοκές
αρχ.
1. φρ. «τρισσή εὐτοκία» — η εύκολη γέννηση τριών παιδιών
2. (για γυναίκες) γονιμότητα.

Greek Monotonic

εὐτοκία: ἡ, ευτυχισμένος τοκετός, γέννηση, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐτοκία, ἡ,
happy child-birth, Anth. [from εὔτοκος