εὐτοκία
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ἡ,
A easy delivery, Call.Epigr.54, AP9.268 (Antip. Thess.), Sor.1.70, Plu. Rom.21; τρισσὴ εὐ. three children happily born, AP9.349 (Leon.).
2 fertility, γυναικῶν Ph.1.183; of crops, ib.301.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
enfantement heureux ou fécond.
Étymologie: εὔτοκος.
German (Pape)
ἡ, das leichte, glückliche Gebären, Plut. und andere Spätere; Λητωῒς κούφην εὐτοκίην ἔπορεν Add. 4 (IX.303); vgl. Antip.Thess. 38 (IX.268); τρισσὴ εὐτ, drei glücklich geborne Kinder, Leon.Alex. 10 (IX.349).
Russian (Dvoretsky)
εὐτοκία: ἡ тж. pl. легкие или благополучные роды Plut.: τρισσὴ εὐ. Anth. трое благополучно рожденных детей.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτοκία: ἡ, εὐτυχὴς τοκετός, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 56, Ἀνθ. Π. 9. 268· τρισσὴ εὐτ., τριῶν τέκνων εὐτυχὴς γέννησις, αὐτόθι 349.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐτοκία, Α και ιων. τ. εὐτοκίη) εύτοκος
εύκολη γέννηση, εύκολος τοκετός
νεοελλ.
ιατρ. ο τοκετός που γίνεται εύκολα, φυσιολογικά και ομαλά, χωρίς επιπλοκές
αρχ.
1. φρ. «τρισσή εὐτοκία» — η εύκολη γέννηση τριών παιδιών
2. (για γυναίκες) γονιμότητα.
Greek Monotonic
εὐτοκία: ἡ, ευτυχισμένος τοκετός, γέννηση, σε Ανθ.