φακοειδής

From LSJ
Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰκοειδής Medium diacritics: φακοειδής Low diacritics: φακοειδής Capitals: ΦΑΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: phakoeidḗs Transliteration B: phakoeidēs Transliteration C: fakoeidis Beta Code: fakoeidh/s

English (LSJ)

φακοειδές,
A lentiform, Arist.Cael.287a20, Str.17.1.34, Dsc.4.139, Gal.10.448; esp. φ. χιτών, of the capsule of the lens of the eye, Ruf.Onom.153.
II φακοειδές, τό, = ἔμπετρον Dsc.4.179.

German (Pape)

[Seite 1252] ές, linsenartig, linsenförmig, Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de lentille, lenticulaire.
Étymologie: φακός, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

φᾰκοειδής: имеющий форму чечевицы Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς φακὸν, Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 2. 4, 8, Πλούτ. 2. 288Β, Πολυδ. 2. 71.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει το σχήμα του φακού, που μοιάζει με φακό
2. φρ. «φακοειδής πυρήνας»
ιατρ. μάζα φαιάς ουσίας που ανήκει στα βασικά γάγγλια του εγκεφάλου και συμμετέχει στον σχηματισμό του ραβδωτού σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + -ειδής].