συμφθέγγομαι

From LSJ
Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφθέγγομαι Medium diacritics: συμφθέγγομαι Low diacritics: συμφθέγγομαι Capitals: ΣΥΜΦΘΕΓΓΟΜΑΙ
Transliteration A: symphthéngomai Transliteration B: symphthengomai Transliteration C: symftheggomai Beta Code: sumfqe/ggomai

English (LSJ)

A sound with, ἡ λύρα τῷ Χρωμένῳ σ. Plu.Alc.2, etc.; ἐμοὶ ὁ νόμος συμφθέγγεται Chor.p.55 B.: abs., D.C.74.3, restored for -φθειρ- in D.Chr.78.20.
II converse with, Plu.2.580d.

German (Pape)

[Seite 991] mittönen, ἡ λύρα συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ, Plut. Alc. 2; übertr., übereinstimmen, zustimmen, Sp.

French (Bailly abrégé)

parler ou résonner d'accord, être d'accord avec, τινι.
Étymologie: σύν, φθέγγομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-φθέγγομαι [σύν, φθέγγομαι] ‘meeklinken’ hetzelfde geluid laten horen als, harmoniëren met, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμφθέγγομαι:
1 вторить, аккомпанировать (τινι Plut.);
2 поддакивать, соглашаться (τινι Plut.).

Greek Monolingual

Α
1. ηχώ σε συμφωνία με άλλον («ἡ λύρα συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ», Πλούτ.)
2. συνδιαλέγομαι, συναναστρέφομαι
3. μτφ. συμφωνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φθέγγομαι «λέγω, ηχώ»].

Greek Monotonic

συμφθέγγομαι: αποθ., ηχώ από κοινού, ηχώ σε συμφωνία, συνηχώ, τινι, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συμφθέγγομαι: ἀποθετ., ἠχῶ μετά τινος ἐν συμφωνίᾳ, ἀποτελῶ συμφωνίαν, τὴν λύραν τῷ χρωμένῳ συμφθέγγεσθαι καὶ συνᾴδειν Πλάτ. Ἀλκιβ. 2, κτλ.· τῶν κύκνων ἐπιβοώντων καὶ συμφθεγγομένων Δίων Κ. 74. 3.

Middle Liddell


Dep. to sound with, accord with, τινι Plut.