Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαθητός

From LSJ
Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰθητός Medium diacritics: μαθητός Low diacritics: μαθητός Capitals: ΜΑΘΗΤΟΣ
Transliteration A: mathētós Transliteration B: mathētos Transliteration C: mathitos Beta Code: maqhto/s

English (LSJ)

μαθητή, μαθητόν, learnt, that may be learnt, ἀνθρώποις by men, X.Cyr.1.6.23; ἢ ἀσκητὸν ἢ μ. [ἡ ἀρετή] Pl.Men. 70a, cf. Arist.EN1099b9; μ. τε καὶ διδακτά Pl.Prt. 319c.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu'on peut apprendre.
Étymologie: adj. verb. de μανθάνω.

German (Pape)

adj. verb. zu μανθάνω, erlernt, lernbar, ὅσα ἡγοῦνται μαθητά τε καὶ διδακτὰ εἶναι, Plat. Prot. 319c, öfter.

Russian (Dvoretsky)

μᾰθητός: доступный усвоению или изучению, которому можно научить (τὰ ἀνθρώποις οὔτε μαθητὰ οὔτε προορατά Xen.): μαθητά τε καὶ διδακτά Plat. то, чему можно учиться и учить.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰθητός: -ή, -όν, (μαθεῖν) ὃν δύναται νὰ μάθῃ τις, ὅσα ἀνθρώποις μαθητὰ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 23· ἢ ἀσκητὸν ἢ μαθητὸν [ἡ ἀρετὴ] Πλάτ. παρὰ Μένωνι ἐν ἀρχ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 1· μαθ. τε καὶ διδακτὰ Πλάτ. Πρωτ. 319C.

Greek Monolingual

μαθητός, -ή, -όν (Α) μανθάνω
αυτός τον οποίο μπορεί να μάθει κάποιος.

Greek Monotonic

μᾰθητός: -ή, -όν, αυτός που έχει κατακτηθεί γνωστικά, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, σε Ξεν., Πλάτ.

Middle Liddell

μᾰθητός, ή, όν
learnt, that may be learnt, Xen., Plat.

English (Woodhouse)

that may be taught

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)