κατακωλύω
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
hinder from doing, c. acc. et inf., Simon.41, cf. Ar. Ach.1088; detain, keep back, τινα X.Oec.12.1, D.53.5; κ. ἔξω τινάς X.An.5.2.16; ἄχθεται… τῷ κατακωλύοντι Pherecr.153.7:—Pass., c. gen. rei, κατεκωλύθη τοῦ ἐς Σικελίαν πλοῦ D.33.13.
German (Pape)
[Seite 1358] verhindern; δειπνεῖν κατακωλύεις Ar. Ach. 1088; Xen. Oec. 12, 1; κατεκωλύθη τοῦ ἐς Σικελίαν πλοῦ, er wurde an der Fahrt verhindert, Dem. 33, 13; Sp.
French (Bailly abrégé)
retenir, empêcher.
Étymologie: κατά, κωλύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κωλύω verhinderen, tegenhouden, met inf.:; κατακωλυθεὶς ἐκπλεῦσαι verhinderd om uit te varen Dem. 19.323; met acc.: ὁπόσους ἐδύνατο κατεκώλυε τῶν ὁπλιτῶν ἔξω hij hield zoveel hoplieten als hij kon buiten de deur Xen. An. 5.2.16.
Russian (Dvoretsky)
κατακωλύω: препятствовать, мешать или удерживать (τινά Plut.; μή σε κατακωλύω ἀπιέναι βουλόμενον; Xen.): δειπνεῖν κ. Arph. задерживать (кого-л.) с обедом, т. е. опаздывать к обеду; κ. τινὰ ἔξω Xen. не впускать кого-л.; κατεκωλύθη τοῦ ἐς Σικελίαν πλοῦ Dem. его путешествию в Сицилию помешали.
Greek (Liddell-Scott)
κατακωλύω: κωλύω ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τίς τι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κ. μελιηδέα γᾶρυν ἀραρεῖν ἀκοαῖσι Σιμωνίδ. 51· κ. δειπνεῖν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1088· κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, τινὰ Ξεν. Οἰκ. 12, 1, Δημ. 1248. 1· κ. ἔξω τινὰς Ξεν. Ἀν. 5. 2, 16· ἄχθεται… τῷ κατακωλύοντι Φερεκρ. ἐν «Χειρ.» 3. 6.- Παθ., μετὰ γεν. πράγματος, κατεκωλύθη τοῦ ἐς Σικελίαν πλοῦ Δημ. 896. 20.
Greek Monolingual
κατακωλύω (Α)
1. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι («δειπνεῖν κατακωλύεις πάλαι», Αριστοφ.)
2. σταματώ («ἵνα μὴ κατακωλύοιμι τοὺς πρέσβεις», Δημοσθ.).
Greek Monotonic
κατακωλύω: μέλ. -ύσω [ῡ], εμποδίζω από το να κάνει κάποιος κάτι, σε Αριστοφ.· αναχαιτίζω, κρατώ πίσω, σε Ξεν. — Παθ., με γεν. πράγμ., κατεκωλύθη τοῦ πλοῦ, σε Δημ.
Middle Liddell
fut. ύσω
to hinder from doing, Ar.: to detain, keep back, Xen.:—Pass., c. gen. rei, κατεκωλύθη τοῦ πλοῦ Dem.