ἀμφίκρανος

From LSJ
Revision as of 10:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίκρᾱνος Medium diacritics: ἀμφίκρανος Low diacritics: αμφίκρανος Capitals: ΑΜΦΙΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: amphíkranos Transliteration B: amphikranos Transliteration C: amfikranos Beta Code: a)mfi/kranos

English (LSJ)

ἀμφίκρανον,
A = ἀμφικάρηνος, E.HF1274; ῥάβδος, of Hermes' wand, S.Fr.701.
II surrounding the head, in Ion. form -κρηνος, AP6.90 (Phil.), prob. l. in Nic.Al.417.

Spanish (DGE)

(ἀμφίκρᾱνος) -ον
• Alolema(s): jón. ἀμφίκρηνος AP 6.90 (Phil.), Nic.Al.417
1 de dos cabezas del caduceo de Hermes adornado con dos cabezas de serpiente ἀ. ῥάβδος S.Fr.701, Hsch.
erizado de cabezas de la Hidra τήν τ' ἀμφίκρανον ... κύνα ὕδραν E.HF 1274.
2 que rodea la cabeza de una capucha o tipo de bonete con orejeras πῖλον ἀμφίκρηνον ὕδασι στέγην AP 6.90 (Phil.)
subst. τὸ ἀ. especie de bandeleta ἀμφίκρηνα κομάων κοῦροι ἀπειπάμενοι rehusando unos muchachos las bandeletas que ciñen el cabello Nic.Al.417.

German (Pape)

[Seite 140] zweiköpfig, Hydra, Eur. Herc. Fur. 1274.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 hérissé de têtes tout autour en parl. de l'hydre;
2 qui entoure ou couvre la tête.
Étymologie: ἀμφί, κρανίον.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίκρᾱνος: ион. ἀμφίκρηνος 2
1 двуглавый или многоглавый (ὕδρα Eur.);
2 окружающий голову (πῖλος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίκρανος: -ον, = ἀμφικάρηνος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1274. ΙΙ. ὁ περιβάλλων ἢ περιστρέων τὴν κεφαλήν, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 90, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ -κρηνος.

Greek Monolingual

ἀμφίκρανος, -ον (Α)
ο αμφικέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κρανος < κρᾶνον (απ’ όπου το κρανίον), που απαντά σπάνια ως α' και συχνά ως β' συνθετικό].

Greek Monotonic

ἀμφίκρᾱνος: Ιων. -κρηνος, -ον (κάρα), I.=ἀμφικάρηνος, αυτός που έχει δύο κεφάλια, σε Ευρ.
II. αυτός που περιτυλίγει το κεφάλι, σε Ανθ.

Middle Liddell

κάρα
I. two headed, Eur.
II. surrounding the head, Anth.

English (Woodhouse)

with two heads

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)