πεζονομικός

From LSJ
Revision as of 10:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζονομικός Medium diacritics: πεζονομικός Low diacritics: πεζονομικός Capitals: ΠΕΖΟΝΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: pezonomikós Transliteration B: pezonomikos Transliteration C: pezonomikos Beta Code: pezonomiko/s

English (LSJ)

πεζονομική, πεζονομικόν, of or for the management of quadrupeds (opp. birds); ἡ π. ἐπιστήμη the business of managing them, Pl.Plt. 265c, cf. 264e; τὸ π. ib.267b.

German (Pape)

[Seite 542] ή, όν, zum Weiden oder Halten von Landthieren gehörig; Plat. Polit. 267 b; ἐπιστήμη, 265 c.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεζονομικός -ή -όν [πεζονόμος] betreffende het houden van landdieren.

Russian (Dvoretsky)

πεζονομικός: касающийся разведения наземных животных, животноводческий (ἐπιστήμη Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

πεζονομικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ νομεύειν καὶ περιποιεῖσθαι πεζὰ ζῷα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ πτηνά· ἡ πεζονομικὴ ἐπιστήμη, ἡ τέχνηἐμπειρία περὶ τὴν οἰκονομίαν καὶ περιποίησιν αὐτῶν, Πλάτ. Πολιτ. 265C, πρβλ. 264Ε· τὸ πεζονομικὸν εἶδος αὐτόθι 267Β.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που είναι ικανός, κατάλληλος ή αρμόδιος για τη βοσκή ή τη συντήρηση χερσαίων ζώων
2. φρ. «ἡ πεζονομικὴ ἐπιστήμη» — η τέχνη ή η εμπειρία σχετικά με την οικονομία και περιποίηση τών χερσαίων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -νομικός (< νομή «βοσκή»)].