ἐλασίβροντος

From LSJ
Revision as of 10:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰσίβροντος Medium diacritics: ἐλασίβροντος Low diacritics: ελασίβροντος Capitals: ΕΛΑΣΙΒΡΟΝΤΟΣ
Transliteration A: elasíbrontos Transliteration B: elasibrontos Transliteration C: elasivrontos Beta Code: e)lasi/brontos

English (LSJ)

ἐλασίβροντον,
A thunder-hurling, Pi.Fr.144(dub., prob. -βροντᾰ, voc. of -βρόντᾱς).
II hurled like thunder, ἔπη ἐ. Ar.Eq.626.

Spanish (DGE)

(ἐλᾰσίβροντος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que avanza o estalla como un trueno fig. cóm. ἐλασίβροντ' ἀναρρηγνὺς ἔπη rompiendo en palabras atronadoras Ar.Eq.626, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 789] Donner schleudernd; ἔπη Ar. Equ. 625, nach den Schol. aus Pind., dem Böckh frg. 108 den voc. ἐλασίβροντα zuschreibt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui lance le tonnerre;
2 lancé comme le tonnerre.
Étymologie: ἐλάω, βροντή.

Russian (Dvoretsky)

ἐλᾰσίβροντος:
1 мечущий громы (παῖς Ῥέας Pind.);
2 подобный грому, громовой (ἔπη Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐλᾰσίβροντος: -ον, ὁ ἐξακοντίζων βροντάς, ἐλασίβροντε παῖ Ρέας Πινδ. Ἀποσπ. 108. ΙΙ. ὁ ὥσπερ ὑπὸ βροντῆς ἐλαυνόμενος, ἐλασίβροντ’ ἀναρρηγνὺς Ἀριστοφ. Ἱππ. 626.

Greek Monolingual

ἐλασίβροντος, -ον (Α)
1. αυτός που εξακοντίζει βροντές
2. αυτός που εκσφενδονίζεται σαν βροντή, μπουμπουνιστός, βροντερός.

Greek Monotonic

ἐλᾰσίβροντος: -ον, (ἐλαύνω, βροντή), αυτός που έχει εκσφενδονιστεί, εξακοντιστεί, εκτοξευτεί, εξαπολυθεί σαν βροντή, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἐλᾰσί-βροντος, ον ἐλαύνω, βροντή
hurled like thunder, Ar.