θεσμοθετεῖον

From LSJ
Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεσμοθετεῖον Medium diacritics: θεσμοθετεῖον Low diacritics: θεσμοθετείον Capitals: ΘΕΣΜΟΘΕΤΕΙΟΝ
Transliteration A: thesmotheteîon Transliteration B: thesmotheteion Transliteration C: thesmotheteion Beta Code: qesmoqetei=on

English (LSJ)

τό, hall in which the θεσμοθέται met, Arist.Ath.3.5, Plu.2.613b (-θέτιον Suid.s.v. Πρυτανεῖον):—also θεσμοθέσιον, τό, Plu.2.714c, Sch.Pl.Prt. 337d, Suid.s.v. ἄρχων.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. θεσμοθέσιον.

German (Pape)

τό, = θεσμοθέσιον.

Russian (Dvoretsky)

θεσμοθετεῖον: τό тесмотетей (место собрания тесмотетов) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

θεσμοθετεῖον: τό, ἡ αἴθουσα ἐν ᾗ συνήρχοντο οἱ θεσμοθέται, Λατ. basilica Thesmothetarum, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 4, 7. 8. Πλούτ. 2. 613B· ὡσαύτως θεσμοθέσιον, τό, αὐτόθι 714B, Σχόλ. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 337D· -θέτιον, Σουΐδ. ἐν λέξ. πρυτανεῖον.

Greek Monolingual

θεσμοθετεῖον και θεσμοθέτιον και θεσμοθέσιον, τὸ (Α) θεσμοθέτης
αίθουσα όπου συγκεντρώνονταν αρχικά οι θεσμοθέτες και ύστερα οι εννέα άρχοντες.