στυφός

From LSJ
Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῡφός Medium diacritics: στυφός Low diacritics: στυφός Capitals: ΣΤΥΦΟΣ
Transliteration A: styphós Transliteration B: styphos Transliteration C: styfos Beta Code: stufo/s

English (LSJ)

στυφή, στυφόν, astringent, οἶνος Gp.6.11.2 (Comp.), but σ. οἶνος, = viscidus, Glossaria, and so perhaps Gp.l.c.: metaph., Νεμέσεως ἀστὴρ.. τῇ γεύσει σ. Vett.Val.2.23.

German (Pape)

[Seite 960] = στυφρός, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
âcre, acerbe ; astringent.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Russian (Dvoretsky)

στῡφός: v.l. στύφος 3 вяжущий на вкус, терпкий (ὁ χυμὸς τοῦ καρποῦ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

στῡφός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 2, Γεωπ. 6, 11, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στυφός, -ή, -όν, ΝΜΑ στύφω
1. (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική γεύση, που προκαλεί παροδική ξηρότητα στο στόμα, όπως λ.χ. το κυδώνι, το μούσμουλο και τα άγουρα φρούτα
2. μτφ. α) δυσάρεστος
β) δυσαρεστημένος
αρχ.
μτφ. αυστηρός.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό στύφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.