ὑψιπαγής

From LSJ
Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπᾰγής Medium diacritics: ὑψιπαγής Low diacritics: υψιπαγής Capitals: ΥΨΙΠΑΓΗΣ
Transliteration A: hypsipagḗs Transliteration B: hypsipagēs Transliteration C: ypsipagis Beta Code: u(yipagh/s

English (LSJ)

ὑψιπαγές,
A high-built, towering, Σίπυλος APl.4.132 (Theodorid.).
2 set on high, ὅπλα ὑ. κρεμάσασα Nonn. D. 2.712.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se dresse fixe.
Étymologie: ὕψι, πήγνυμι.

German (Pape)

ές, hoch befestigt, Σίπυλος, mit hohen Türmen, Theodorid. 7 (Plan. 132).

Russian (Dvoretsky)

ὑψιπᾰγής: сложенный ввысь, т. е. высокий (τύμβος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐπᾰγής: -ές, ὁ ἐν τῷ ὕψει ἐστερεωμένος, ὑψηλός, Ἀνθ. Π. 8. 177, Πλαν. 132.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη («ὄγδοον ἔσκον ἔγωγε πελώριος ἐνθάδε τύμβος, ὑψιπαγής», Γρηγ. Ναζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + -παγής (< πήγνυμι), πρβλ. εὐπαγής].

Greek Monotonic

ὑψῐπᾰγής: -ές (πᾰγῆναι), αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη, πανύψηλος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑψῐ-πᾰγής, ές [πᾰγῆναι]
high-built, towering, Anth.