ἀπροσδεής

From LSJ
Revision as of 10:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροσδεής Medium diacritics: ἀπροσδεής Low diacritics: απροσδεής Capitals: ΑΠΡΟΣΔΕΗΣ
Transliteration A: aprosdeḗs Transliteration B: aprosdeēs Transliteration C: aprosdeis Beta Code: a)prosdeh/s

English (LSJ)

ἀπροσδεές, without want of anything, LXX 1 Ma.12.9, al., Phld.D.3.13; φιλοσοφίας Plu.2.122f, cf. 381b, Luc.Hist.Conscr.36: abs., self-sufficient, Plu.Comp.Arist.Cat. 4, Plot.5.9.4.

Spanish (DGE)

-ές
I 1de pers. que no necesita de c. gen. φιλοσοφίας Plu.2.122e, τέχνης καὶ διδασκαλίας Luc.Hist.Cons.36
de Dios ἀπροσδεὲς γὰρ τὸ θεῖον ἁπάντων I.AI 8.111, παντὸς ἀ. Athenag.Res.12.3, πάσης προσθήκης ἀ. Ath.Al.M.26.96A, τῆς ἑτέρωθεν χάριτος Gr.Nyss.Maced.p.97
gram. (αἱ ἀντωνυμίαι) ... τῶν παρεπομένων A.D.Synt.105.11, ἀ. στιγμῆς A.D.Synt.122.18, cf. 179.2, 205.19, 229.6
subst. τὸ ἀ. falta de necesidad τοῦ ἑτέρου Gr.Nyss.V.Mos.p.40
que no está falto de ἡμεῖς οὖν ἀπροσδεεῖς τούτων LXX 1Ma.12.9, tb. de anim. ὡς οὐδ' ἰχθῦς ἀπρ(οσ)δεεῖς τοῦ ὕδατος οὔδ' ὄρνιθας πτερῶν Phld.D.3.13, (ἵππος) κέντρου ἀπροσδεής Poll.1.196.
2 de principios y abstr. abs. que se basta a sí mismo, autosuficiente ἀπροσδεές ἐστιν ὅσον ἐφ' ἑαυτῷ τὸ ἡγεμονικόν el guía (e.e. la razón) por su misma condición carece de necesidades M.Ant.7.16
(el alma) πλῆρες καὶ ἀπροσδεὲς ἑαυτῇ τὸ προτεθὲν ποιεῖ M.Ant.11.1, δεῖ τὰ πρῶτα ἐνεργείᾳ τίθεσθαι καὶ ἀπροσδεᾶ καὶ τέλεια es preciso admitir que los primeros principios son en acto autosuficientes y perfectos Plot.5.9.4
como atributo de la divinidad θεός Plu.Comp.Arist.Cat.4, 1Ep.Clem.52, Clem.Al.Strom.6.16.137
del Hijo de Dios, Alex.Al.Ep.Alex.47, cf. Thdt.HE 1 (p.18.30)
de la enseñanza de Cristo, Clem.Al.Strom.1.20.100
subst. τὸ ἀ. autosuficiencia Clem.Al.Paed.1.6.26.
II adv. -ῶς sin necesidad de ayuda ἀ. πάντα ποιῆσαι τελείως Didym.Trin.2.1.8.

German (Pape)

[Seite 339] ές, nicht dazu bedürfend, τινός Plut. Pericl. 16; dah. selbstständig, sich selbst genügend, Plut. adv. St. 20; neben αὐτάρκης Stoic. rep. 4, oft.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui n'a pas besoin de, gén. ; abs. qui se suffit à lui-même.
Étymologie: , προσδέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπροσδεής:
1 не нуждающийся (τινος Plut., Luc.);
2 самодовлеющий (θεός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροσδεής: -ές, ὁ μὴ ἔχων χρείαν πλειοτέρου, ἢ ἁπλῶς ὁ μὴ ἔχων χρείαν τινὸς πράγματος, Πλούτ. 2. 122F, 381Β, κτλ.· ἀπολ., Λουκ. Ἱστ. συγγρ. 36.

Greek Monolingual

ἀπροσδεής, -ές) προσδεής
αυτός που δεν έχει έλλειψη από τίποτε, ο αυτάρκης.

Greek Monotonic

ἀπροσδεής: -ές, αυτός που δεν έχει ανάγκη από περισσότερα ή που δεν έχει ανάγκη κάτι, σε Λουκ.

Middle Liddell

without want of more, Luc.