χαλκοπάρῃος
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
[πᾰ], Dor. χαλκοπάραος, ον, with cheeks or sides of bronze, epithet of helmets, Il.12.183, 17.294, 20.397, Od.24.523; of a javelin, Pi.P.1.44, N.7.71; κρέμβαλα Carm.Pop.3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
épq.
aux joues d'airain, càd aux côtés, aux protège-joues d'airain (casque).
Étymologie: χαλκός, παρειά.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοπάρῃος: Δωρ. -πάρᾳος, ον, ὁ ἔχων παρειὰς ἢ πλευρὰς ἐκ χαλκοῦ, ἐπίθ. τῆς περικεφαλαίας, Ἰλ. Μ. 183., Ρ. 294, Ὀδ. Ω. 522· ἐπὶ ἀκοντίου, Πινδ. Π. 1. 84, Ν. 7. 105· κρέμβαλα ὕμν. παρ’ Ἀθην. 636D.
English (Autenrieth)
with cheeks (sidepieces) of bronze, helmet. (Il. and Od. 24.523.)
Greek Monolingual
και δωρ. τ. χαλκοπάρᾳος, -ον, Α
χαλκόπλευρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πάρῃος / -πάρᾳος (< παρειά «μάγουλο»), πρβλ. μεγαλοπάρῃος, φοινικοπάρῃος].
Greek Monotonic
χαλκοπάρῃος: Δωρ. -πάρᾷος, -ον, αυτός που έχει μάγουλα ή πλευρές από χαλκό, λέγεται για περικεφαλαίες, σε Όμηρ.· λέγεται για ακόντιο, σε Πίνδ.
Middle Liddell
χαλκο-πάρῃος, δοριξ -πάρω¯
German (Pape)
ion. = χαλκοπάρειος.