βλαψίφρων
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
English (LSJ)
βλαψίφρον, gen. ονος, (φρήν)
A maddening, φάρμακα Euph.14.2; ἄτη Tryph.411, cf. Orph.H.77.3, etc.
II = φρενοβλαβής, A.Th.725.
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. de mente dañada τελέσαι τὰς περιθύμους κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος A.Th.725.
2 de cosas y abstr. que daña la mente, que hace enloquecer πόνοι CEG 103.7 (Ática V/IV a.C.), μανία CEG 656.2 (Sición IV a.C.), φάρμακα Euph.14, ἄτη Triph.411, λήθη Orph.H.77.3.
German (Pape)
[Seite 448] ον, 1) am Verstande beschädigt, wie φρενοβλαβής, Aesch. Spt. 707. – 2) den Verstand verletzend, φάρμακα Euphor. frg. 8; ἄτη Tryphiod. 411; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
dont la raison est atteinte, insensé.
Étymologie: βλάπτω, φρήν.
Russian (Dvoretsky)
βλαψίφρων: 2, gen. ονος помешанный, безумный Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
βλαψίφρων: -ον, (φρὴν) ἐπιφέρων παραφροσύνην, φάρμακα Εὔφορ. Ἀποσπ. 10· ἄτη Τρυφ. 411, Ὀρφ., κτλ. ΙΙ. = φρενοβλαβής, Αἰσχ. Θήβ. 726. ― Ἴδε Κόντ. ἐν Ἀθηναίῳ 6, 327.
Greek Monolingual
βλαψίφρων, ο (Α)
1. αυτός που προκαλεί φρενοβλάβεια
2. ο φρενοβλαβής.
Greek Monotonic
βλαψίφρων: -ον (φρήν), φρενοβλαβής, τρελός, έξαλλος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
= φρενοβλαβής φρήν
mad, Aesch.