ματία
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
Ion. ματίη, ἡ, (μάτη)
A vain attempt, bootless enterprise, ἡμετέρῃ ματίῃ Od.10.79.
2 folly, error, A.R.1.805, 4.367.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 entreprise vaine;
2 erreur, folie.
Étymologie: μάτη.
German (Pape)
ἡ, vergebliches, erfolgloses Bemühen, ἡμετέρῃ ματίῃ, Od. 10.79, nach Nitzsch unkräftige Langsamkeit, nach den Schol. ἁμαρτία, Torheit, wie es bei Ap.Rh. 1.805, 4.367 Unbesonnenheit, Leichtsinn ist.
Russian (Dvoretsky)
μᾰτία: ион. μᾰτίη ἡ заблуждение, безрассудство Hom.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰτία: Ἰων. -ίη, ἡ, (μάτη) ματαία ἐπιχείρησις, ἀνωφελής, ἄκαρπος ἐπιχείρησις, ἡμετέρῃ ματίῃ Ὀδ. Κ. 79· ― ἀφροσύνη, πλάνη, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 805., Δ. 367.
Greek Monolingual
ματία, ιων. τ. ματίη, ἡ (Α)
1. μάταιη, ανώφελη, άκαρπη επιχείρηση, απόπειρα ή προσπάθεια
2. απερισκεψία, πλάνη, ανοησία, σφάλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάτη + κατάλ. -ία].
Greek Monotonic
μᾰτία: Ιων. -ίη, ἡ (μάτη), μάταια, άσκοπη προσπάθεια, σε Ομήρ. Οδ.