μυλιάω
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
English (LSJ)
(μύλη v) gnash or grind the teeth, only in Ep. part., λυγρὸν μυλιόωντες (with ῡ metri gr.), Hes.Op. 530 (μαλκιόωντες, i.e. μαλκίοντες, Crates Gramm.).
German (Pape)
[Seite 217] mit den Zähnen knirschen, λυγρὸν μυλιόωντες, Hes. O. 532. Vgl. μυλλαίνω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
grincer des dents.
Étymologie: μύλη.
Russian (Dvoretsky)
μῠλιάω: (только part. praes.) скрежетать, щелкать зубами Hes.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλῐάω: (μύλη) συγκρούω, τρίζω τοὺς ὀδόντας, ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ., μετοχ. λυγρὸν μυλιόωντες, ἔνθα Κράτης ὁ γραμμ. γράφει μαλκιόωντες, δηλ. μαλκίοντες, (ἴδε ἐν λ. μαλκίω).
Greek Monotonic
μῠλῐάω: (μύλη), τρίζω τα δόντια μου, σε Ησίοδ., στην Επικ. μτχ. μυλιόωντες.
Middle Liddell
μῠλῐάω, μύλη
to grind the teeth, Hes., in epic part. μυλιόωντες.